Image default
Οικονομία

Η Κίνα γνωρίζει το όριο αντοχής του Τραμπ



Στο μυαλό του, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας τετραδιάστατος διαπραγματευτής, που πάντα ξεγελά τους αντιπάλους του. Στον πραγματικό κόσμο όμως, του εμπορικού πολέμου, ο Τραμπ έχει δείξει τα χαρτιά του στον πιο ισχυρό του αντίπαλο και έχει αποκαλύψει τα όριά του.

Μετά από αρκετές εβδομάδες ασταμάτητων δασμολογικών επιθέσεων και χάους στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει: παρότι ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι θέλει να ξαναφτιάξει ολόκληρο το εμπορικό σύστημα των ΗΠΑ, ο πραγματικός του στόχος είναι η Κίνα.

Μέχρι τις 9 Απριλίου, είχε επιβάλει νέους δασμούς σε εισαγωγές από σχεδόν κάθε χώρα, καθώς και πρόσθετους φόρους σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων όπως τα αυτοκίνητα, ο χάλυβας και το αλουμίνιο. Κανείς δεν εξαιρέθηκε.

Όταν όμως οι αγορές άρχισαν να βυθίζονται, ο Τραμπ έκανε πίσω: στις 9 Απριλίου ανέστειλε τους περισσότερους «ανταποδοτικούς» δασμούς για τουλάχιστον 90 ημέρες, έως τις αρχές Ιουλίου. Με μία σημαντική εξαίρεση: την Κίνα, στην οποία επέβαλε ακόμη υψηλότερους δασμούς.

Οι δασμοί των ΗΠΑ σε κινεζικά προϊόντα έχουν φτάσει πλέον στο 145%από περίπου 6% κατά μέσο όρο όταν ανέλαβε την προεδρία. Το ποσοστό είναι τόσο υψηλό, που λειτουργεί σαν «ένα αποτελεσματικό εμπάργκο στις κινεζικές εισαγωγές», σύμφωνα με τη Χάιντι Κρέμπο-Ρέντικερ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και νυν ερευνήτρια στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Η Κίνα, έτσι, βρίσκεται σε μοναδική αντιπαλότητα με τον Τραμπ. Αντέδρασε στους δασμούς πολύ πιο επιθετικά από άλλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, πολλοί εκ των οποίων είτε δεν απάντησαν καθόλου, είτε προσφέρθηκαν να κάνουν παραχωρήσεις. Οι κινεζικοί δασμοί στα αμερικανικά προϊόντα έχουν ανέβει στο 84% και συνοδεύονται από άλλες τιμωρητικές ενέργειες εναντίον αμερικανικών επιχειρήσεων. Η ρητορική του Πεκίνου είναι σαφώς πιο επιθετική απ’ οποιουδήποτε άλλου — το κινεζικό Υπουργείο Εμπορίου δήλωσε πως «η Κίνα θα πολεμήσει μέχρι τέλους».

Η Κίνα θα προτιμούσε να αποφύγει τον εμπορικό πόλεμο, όμως πρόκειται για μια περήφανη χώρα με ηγέτη τον αυταρχικό Σι Τζινπίνγκ, ο οποίος πιθανότατα θεωρεί τον εκβιασμό του Τραμπ προσβολή. Ο Σι και οι συνεργάτες του βλέπουν την Κίνα ως υπερδύναμη υπό διαμόρφωση, που αγωνίζεται να φτάσει (και ίσως να ξεπεράσει) τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια, ο Σι προβάλλει την αυτάρκεια ως εθνικό δόγμα, και ενδέχεται να βλέπει τον εμπορικό πόλεμο ως μια δοκιμασία που πρέπει να περάσει η Κίνα για να φτάσει στην οικονομική της «μεγαλοσύνη».

Ο Σι διαθέτει και πλεονεκτήματα. Καταρχάς, οι δασμοί του Τραμπ είναι φόροι που επιβαρύνουν αμερικανικές επιχειρήσεις και καταναλωτές — όχι τους Κινέζους εξαγωγείς. Γι’ αυτό και η πρώτη ζημιά εμφανίζεται στις αμερικανικές μετοχές. Οι δασμοί αυξάνουν το κόστος για τις επιχειρήσεις και περιορίζουν τις προσδοκίες για μελλοντικά κέρδη. Βλάπτουν και τους Κινέζους εξαγωγείς, βέβαια, αφού αυξάνουν το κόστος των προϊόντων τους και στρέφουν τους Αμερικανούς αγοραστές σε άλλες αγορές. Όμως η Wall Street είναι η πρώτη που «νιώθει» τη ζημιά, γιατί οι μετοχές λειτουργούν ως πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας — και οι προβλέψεις έγιναν αρνητικές.

Οι απώλειες των επενδυτών λόγω των μονομερών δασμών του Τραμπ λειτουργούν σαν ενσωματωμένο φρένο: «Ο πρόεδρος Τραμπ χάνει διαπραγματευτική ισχύ όσο πέφτουν οι μετοχές», ανέφερε ο Τομ Λι, συνιδρυτής της Fundstrat, σε ενημέρωση στις 7 Απριλίου. Όταν ο Τραμπ έκανε πίσω στις 9 Απριλίου, ο δείκτης S&P 500 είχε χάσει σχεδόν 20% από το υψηλό του, πλησιάζοντας επισήμως σε bear market. Ίσως, τελικά, η «αντοχή στον πόνο» του Τραμπ να μετριέται σε ένα -20% στο χρηματιστήριο.

Η κατακόρυφη πτώση των μετοχών είχε και παράπλευρες συνέπειες: αναταράξεις στην αγορά ομολόγων. Οι αποδόσεις (επιτόκια) των κρατικών ομολόγων συνήθως πέφτουν όταν οι μετοχές βουλιάζουν, επειδή οι επενδυτές στρέφονται στην ασφάλεια των αμερικανικών ομολόγων. Όμως μεταξύ 4 και 9 Απριλίου, οι αποδόσεις ανέβηκαν κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες — εντελώς απρόσμενα. Ταυτόχρονα, το δολάριο υποχώρησε σημαντικά έναντι του ευρώ και άλλων νομισμάτων, σημάδι ότι ξεκινούσε ενδεχομένως ένα άτακτο ξεπούλημα αμερικανικών τίτλων.

Η πίεση προς τον Τραμπ αυξανόταν. «Το άλμα των αποδόσεων στα 10ετή και 30ετή ομόλογα ήταν το τελικό σημείο πίεσης για να παγώσει τους δασμούς για 90 ημέρες», λέει η Κρέμπο-Ρέντικερ.

Οι επενδυτές ξαφνικά άρχισαν να αναρωτιούνται αν η Κίνα ή κάποιο μπλοκ εμπορικών αντιπάλων των ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει χρηματοπιστωτική κρίση στις ΗΠΑ, πουλώντας κρατικά ομόλογα και ανεβάζοντας τα επιτόκια. Μια κρίση ρευστότητας είναι πιο επικίνδυνη από μια πτώση στο χρηματιστήριο, γιατί επηρεάζει την ικανότητα των επιχειρήσεων να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Το πάγωμα της ρευστότητας συνέβαλε στην κατάρρευση του 2008.

Η Κίνα κατέχει περίπου 760 δισ. δολάρια σε αμερικανικά ομόλογα — το 2,6% του συνολικού χρέους που διαπραγματεύεται στις αγορές. Το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια και μάλλον δεν είναι αρκετό ώστε η Κίνα να το χρησιμοποιήσει ως «όπλο» στον εμπορικό πόλεμο. Ούτως ή άλλως, μια πιστωτική κρίση στις ΗΠΑ θα χτυπούσε και την Κίνα, αφού θα μείωνε τη ζήτηση για τις εξαγωγές της.

Ωστόσο, το μέγεθος του αμερικανικού χρέους —το οποίο διογκώνεται ακόμη περισσότερο λόγω των φορολογικών περικοπών που χρηματοδοτούνται με έλλειμμα— αποτελεί τρωτό σημείο που ίσως ο Τραμπ να μην είχε υπολογίσει. Όσο πιο ψηλά ανεβάζει τους δασμούς, τόσο μεγαλύτερη η ζημιά στην οικονομία των ΗΠΑ και τόσο πιθανότερο είναι να αποσύρονται οι ξένοι επενδυτές.

Ο Σι Τζινπίνγκ, χωρίς εκλογικά βάρη, μπορεί να αντέξει πολιτικό κόστος για περισσότερο από τον Τραμπ. Όμως η Κίνα δεν είναι άτρωτη. Οι δασμοί θα πλήξουν και πολλές κινεζικές επιχειρήσεις και θα επιβαρύνουν την κινεζική οικονομία, αν διατηρηθούν μακροπρόθεσμα. Ο Σι είναι ισχυρός, αλλά όχι πάντα ευέλικτος και δεν έχει σαφή στρατηγική για να ξεπεράσει τον Τραμπ.

«Μπορεί να κλιμακώσει και να προκαλέσει περισσότερη ζημιά ή να κάνει πίσω και να φανεί αδύναμος απέναντι στους ξένους και στον κινεζικό λαό», έγραψε πρόσφατα στο Foreign Policy ο Κρεγκ Σίνγκλετον από το Foundation for Defense of Democracies. «Όπως και να το δει κανείς, η θηλιά σφίγγει».

Ο Τραμπ δηλώνει πρόθυμος να διαπραγματευτεί, αλλά ταυτόχρονα δείχνει να επιθυμεί μια «αποσύζευξη» των οικονομιών ΗΠΑ–Κίνας, μετά από 25 χρόνια στενής διασύνδεσης. Η διαδικασία αυτή ίσως έχει ήδη ξεκινήσει — και όσο ο Τραμπ κρατά τα ηνία, ίσως να είναι μη αναστρέψιμη.

Περιορίζοντας το μέτωπο του εμπορικού πολέμου αποκλειστικά στην Κίνα, ο Τραμπ ενδέχεται να συγκεντρώνει πόρους που δεν μπορεί να ξοδέψει αλλού. Η Κίνα ίσως να μην μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, αλλά σίγουρα ξέρει πού να χτυπήσει.





ΠΗΓΗ

Related posts

ΔΥΠΑ: Ξεκίνησε από σήμερα η επιλογή προγραμμάτων για τη νέα δράση κατάρτισης ανέργων

admin

Πώς οι φόροι εξανεμίζουν την αύξηση του κατώτατου – Τα πραγματικά μεγέθη

admin

ΟΠΕΚΕΠΕ: Πληρωμή 608 εκατ. ευρώ σε 458.445 παραγωγούς

admin

Αφήστε ένα σχόλιο