Οι νέοι που φέρουν γνωστούς παράγοντες κινδύνου για άνοια, είχαν χειρότερες επιδόσεις σε τεστ μνήμης και σκέψης στις ηλικίες 24-44, αναφέρουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα θέτουν τις βάσεις για την έγκαιρη ανίχνευση της νόσου Αλτσχάιμερ και της άνοιας.
Είναι η πρώτη μελέτη που εξετάζει τους παράγοντες κινδύνου για άνοια και νόσο του Αλτσχάιμερ σε μια μεγάλη ομάδα γενικά υγιών νέων, σύμφωνα με τους ερευνητές.
«Οι προηγούμενες έρευνες για τους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης Αλτσχάιμερ, εστίαζε σε άτομα ηλικίας 50 ετών και άνω», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Allison Aiello, καθηγήτρια επιδημιολογίας στο Κέντρο Γήρανσης του Πανεπιστημίου Columbia.
Τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι οι καθιερωμένοι παράγοντες κινδύνου και οι βιοδείκτες αίματος για την άνοια, φαίνεται να αρχίζουν να επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργία ακόμη και πριν από τη μέση ηλικία, δήλωσε η Aiello.
Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν το μορφωτικό επίπεδο, το φύλο, την αρτηριακή πίεση, τη χοληστερόλη, την άσκηση και τον δείκτη μάζας σώματος.
Όλα αυτά υπολογίζονται με μια βαθμολογία καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, γήρανσης και εμφάνισης άνοιας (CAIDE).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι ορισμένοι παράγοντες κινδύνου για την νόσο Αλτσχάιμερ είναι παρόντες και σχετίζονται με τη λειτουργία του εγκεφάλου σε άτομα ηλικίας 40 ετών και άνω, πρόσθεσε η Aiello.
Αυτοί περιλαμβάνουν τα επίπεδα πρωτεϊνών, όπως είναι το β-αμυλοειδές και η πρωτεΐνη Ταυ που σχηματίζουν πλάκες και συσσωματώματα στον εγκέφαλο των ατόμων με Αλτσχάιμερ, καθώς και βιοδείκτες της καρδιακής υγείας και του ανοσοποιητικού συστήματος.

«Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι ορισμένοι παράγοντες κινδύνου για την νόσο Αλτσχάιμερ -όπως η καρδιαγγειακή υγεία, η νευροεκφύλιση και οι βιοδείκτες του ανοσοποιητικού συστήματος– είναι παρόντες και σχετίζονται με τη γνωστική λειτουργία σε άτομα στην ηλικία των 40 και ακόμη νωρίτερα», δήλωσε η Aiello.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από δύο φάσεις μιας μακροχρόνιας μελέτης που παρακολουθούσε την υγεία εφήβων καθώς ενηλικιώνονταν.
Η μελέτη ξεκίνησε το 1994-1995 και οι ερευνητές εξέτασαν ξανά τους συμμετέχοντες όταν έφτασαν στην ηλικία των 24-34 ετών και ξανά στην ηλικία των 34-44 ετών.
Στα 20 και στα 30 τους, οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν τεστ εγκεφαλικής λειτουργίας της μνήμης και της σκέψης τους. Οι βαθμολογίες σε αυτά τα τεστ συγκρίθηκαν με τη βαθμολογία CAIDE των συμμετεχόντων καθώς πλησίαζαν τη μέση ηλικία.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσο υψηλότερη ήταν η βαθμολογία ενός ατόμου στην κλίμακα CAIDE, τόσο χειρότερη ήταν η απόδοσή του στα τεστ δεξιοτήτων σκέψης στην ηλικία των 34-44 ετών.
«Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της βαθμολογίας CAIDE και της γνωστικής λειτουργίας σε νεαρή ηλικία και στην αρχή της μέσης ηλικίας, έδειξε ότι μπορεί να παρατηρηθούν σημαντικές συσχετίσεις με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου πολύ πριν από την ηλικία των 50 ετών», εξήγησε η Aiello.
Οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης εξετάσεις αίματος από τους συμμετέχοντες στη μελέτη και διαπίστωσαν ότι μια συνδυασμένη βαθμολογία βήτα αμυλοειδούς και ταυ πρωτεΐνης συνδέεται με τη λειτουργία του εγκεφάλου των ατόμων πριν από τη μέση ηλικία.
«Τα συνολικά ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι οι βιοδείκτες του αίματος που σχετίζονται με τη νόσο του Αλτσχάιμερ συνδέονται με διαφορές στη γνωστική λειτουργία δεκαετίες πριν εμφανιστούν κλινικά συμπτώματα και διαταραχές, υπογραμμίζοντας τη σημασία των στρατηγικών πρόληψης σε όλη τη διάρκεια της ζωής», δήλωσε η Aiello.
«Ο εντοπισμός των πρώιμων σταδίων της νόσου του Αλτσχάιμερ και της γνωστικής δυσλειτουργίας πριν από την τρίτη ηλικία, είναι ζωτικής σημασίας για την επιβράδυνση της αναμενόμενης αύξησης της νόσου του Αλτσχάιμερ στις επόμενες δεκαετίες», πρόσθεσε.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση The Lancet: Regional Health Americas.