Η νόσος του Crohn προκαλείται από μια ανώμαλη αντίδραση του ανοσοποιητικού το οποίο επιτίθεται κατά λάθος στους υγιείς ιστούς του σώματος.
Τι μπορεί να προκαλέσει όμως αυτή την αντίδραση;
Σύμφωνα με το Ίδρυμα Crohn’s & Colitis, περίπου 780.000 Αμερικανοί ζουν με τη νόσο του Crohn. Οι ερευνητές γνωρίζουν ότι η γενετική προδιάθεση, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και η ανισορροπία των βακτηρίων του εντέρου αποτελούν παράγοντες κινδύνου.
Τώρα, για πρώτη φορά, οι επιστήμονες έχουν βρει συναρπαστικές και σαφείς ενδείξεις ότι ένας εξαιρετικά κοινός ιός, ο ιός Epstein-Barr (EBV) -ο οποίος έχει συνδεθεί σε προηγούμενες έρευνες με την σκλήρυνση κατά πλάκας- μπορεί να κάνει τους ανθρώπους πιο ευάλωτους στη νόσο του Crohn.
Σκοπός των συγγραφέων της μελέτης δεν ήταν η σύνδεση της νόσου του Crohn με τον ιό, λέει ο Anubhab Nandy, ερευνητής στο Τμήμα Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής του Boston Children’s Hospital στη Μασαχουσέτη, όταν αυτός και οι συνάδελφοί του άρχισαν να αναλύουν δεδομένα αναζητώντας οποιονδήποτε ιό που θα μπορούσε να προκαλέσει φλεγμονώδη εντερική αντίδραση.
Αυτό το έκαναν μελετώντας μια ομάδα αρχικά υγιών στρατιωτών, ηλικίας 20 έως 24 ετών, οι οποίοι έδιναν τακτικά δείγματα ορού καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, εξηγεί ο Nandy.
Το δείγμα ορού είναι το υγρό μέρος του αίματος που απομένει μετά την αφαίρεση των αιμοσφαιρίων και των παραγόντων πήξης. Περιέχει ιικά αντισώματα και συχνά αποθηκεύεται και χρησιμοποιείται για έρευνα, καθιστώντας το πολύτιμο για τους επιστήμονες που θέλουν να μελετήσουν την εξέλιξη της δραστηριότητας της νόσου με την πάροδο του χρόνου.
Ο Nandy και οι συνεργάτες του είχαν πρόσβαση σε δείγματα ορού από 59 νεοσύλλεκτους που, κατά τη διάρκεια της επταετούς περιόδου συλλογής, ανέπτυξαν νόσο του Crohn, 62 νεοσύλλεκτους που ανέπτυξαν ελκώδη κολίτιδα (UC), ένα άλλο φλεγμονώδες νόσημα του εντέρου, και 104 υγιείς συμμετέχοντες που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα σε τρία στάδια: 5-7 χρόνια πριν από τη διάγνωση της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, 2-4 χρόνια πριν από τη διάγνωση και, τέλος, κατά τη στιγμή της ατομικής διάγνωσης.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι οι νεοσύλλεκτοι που τελικά ανέπτυξαν νόσο του Crohn, είχαν αντισώματα ιού Epstein-Barr, πέντε έως επτά χρόνια πριν από τη διάγνωση, επιτρέποντας στους ερευνητές να διακρίνουν ότι, δεδομένου ότι ο ιός Epstein Barr εμφανίστηκε πρώτος, η λοίμωξη δεν ήταν αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης του ανοσοποιητικού συστήματος από τη νόσο του Crohn — κάτι που προηγούμενες έρευνες που συνέδεαν τον EBV με την νόσο του Crohn δεν είχαν καταφέρει να διακρίνουν.
Επιπλέον, όσοι είχαν προσβληθεί από τον ιό Epstein-Barr, ήταν πολύ πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη της νόσου του Crohn.
«Οι ίδιοι νεοσύλλεκτοι είχαν επίσης τριπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν νόσο του Crohn, σε σύγκριση με όσους ανέπτυξαν ελκώδη κολίτιδα αλλά και τους υγιείς συμμετέχοντες», λέει ο Nandy.
Για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα, διεξήγαγαν το ίδιο πείραμα σε μια δεύτερη ομάδα στρατιωτικών, χρησιμοποιώντας ένα άλλο εργαλείο αξιολόγησης του ιού Epstein-Barr. «Τα ευρήματα ήταν τα ίδια», λέει ο Nandy.

Δεν παρατηρήθηκε ή ίδια σύνδεση στα παιδιά
Στη συνέχεια, η ομάδα του Nandy έψαξε για αντισώματα κατά του ιού Epstein-Barr σε μια πολύ διαφορετική ομάδα, που προήλθε από το Crohn’s and Colitis Canada Genetic, Environmental, Microbial (GEM). Ο οργανισμός είχε συλλέξει δείγματα ορού από περισσότερα από 5.000 παιδιά μέσης ηλικίας 12 ετών, τα οποία είχαν στενούς συγγενείς με νόσο του Crohn και τα οποία παρακολουθούνταν για την ανάπτυξη της νόσου του Crohn για μια περίοδο τριών έως πέντε ετών.
«Τα δείγματα ορού για την ανίχνευση του ιού Epstein-Barr ελήφθησαν από αυτά τα άτομα πριν από την εμφάνιση της νόσου και κατά τη διάγνωση», επιβεβαιώνει ο Nandy. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους στρατιώτες που μελετήθηκαν, δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του Epstein-Barr και της νόσου του Crohn.
Στα παιδιά είναι επίσης συχνή η λοιμώδης μονοπυρήνωση ή νόσος του φιλιού, μια κοινή ασθένεια που προκαλείται από τον ιό Epstein-Barr και συνήθως εμφανίζεται στις ηλικίες 15 έως 25 ετών.
Είναι ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με έρευνες, τα άτομα με ιστορικό μολυσματικής μονοπυρήνωσης είναι επίσης πιο επιρρεπή στην ανάπτυξη της νόσου του Crohn.
«Επομένως, η διπλή έκθεση στον ιό της μονοπυρήνωσης και στον ιό Epstein-Barr μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο της νόσου του Crohn περισσότερο από τον ιό Epstein-Barr μόνο του. Είναι σαφές ότι η μονοπυρήνωση παίζει κάποιο ρόλο, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς», λένε οι ειδικοί.
Οι περισσότεροι άνθρωποι μολύνονται από τον ιό Epstein-Barr. Ποιοι είναι αυτοί που εμφανίζουν τελικά νόσο του Crohn;
«Ο EBV μολύνει σχεδόν το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού, γιατί λοιπόν να αποδώσουμε την ανάπτυξη μιας αυτοάνοσης νόσου σε έναν τόσο κοινό ιό;», παραδέχεται ο Δρ. Nandy.
Μια κυρίαρχη θεωρία, εκτός από τους γενετικούς παράγοντες, είναι ότι δεν αρρωσταίνουμε όλοι από τους ιούς με τον ίδιο τρόπο ή στον ίδιο βαθμό. «Όλοι θυμόμαστε τον COVID. Κάποιοι αρρώστησαν βαριά. Κάποιοι πέθαναν. Και μερικοί δεν είχαν καθόλου συμπτώματα», σημειώνει.
Ωστόσο, αυτή η μελέτη «μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στους μηχανισμούς του πώς και γιατί οι άνθρωποι αναπτύσσουν τη νόσο του Crohn. Υπάρχουν πολλές μελέτες συσχέτισης που δείχνουν ότι δύο πράγματα συμβαίνουν στο σώμα, αλλά είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα, ποιο συνέβη πρώτο. Αλλά σε αυτή τη μελέτη, λαμβάνοντας δείγματα αίματος σε διάφορες χρονικές περιόδους, διαπιστώθηκε κάτι σπάνιο, η χρονική ακολουθία, ότι δηλαδή ο ιός Epstein-Barr ήταν παρών χρόνια πριν από την εμφάνιση της νόσου του Crohn».
«Αν και απέχουμε πολύ από την καθιέρωση μιας άμεσης σύνδεσης, μπορούμε να υποθέσουμε από αυτά τα αποτελέσματα ότι ο Epstein-Barr θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας που συμβάλλει στην ανάπτυξη της νόσου του Crohn», λέει ο Nandy.
Ο Nandy και η ομάδα του θέλουν να διερευνήσουν τι προκαλούν τα γονίδια ή τα μόρια του Epstein-Barr στο ανοσοποιητικό σύστημα που μπορεί να κάνουν ορισμένα άτομα πιο ευαίσθητα στην ανάπτυξη φλεγμονώδους νόσου του εντέρου.
«Μόλις κατανοήσουμε ακριβώς πώς ο ιός Epstein-Barr αλλοιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και οδηγεί στη νόσο του Crohn, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε νέες θεραπείες», καταλήγει.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Gastroenterology.