Απροσδόκητη κάμψη κατέγραψε ο μεταποιητικός τομέας της Κίνας τον Μάιο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ιδιωτικού δείκτη υπευθύνων προμηθειών (PMI) της Caixin, καθώς οι εξαγωγικές παραγγελίες δέχθηκαν έντονες πιέσεις από τους αυξημένους δασμούς των ΗΠΑ.
Ο δείκτης PMI της Caixin υποχώρησε στις 48,3 μονάδες, χαμηλότερα από τις προσδοκίες για 50,8 και σημαντικά κάτω από το 50,4 του Απριλίου. Τιμές κάτω από το όριο των 50 μονάδων υποδηλώνουν συρρίκνωση, με τη μέτρηση αυτή να καταγράφει την πρώτη πτώση εδώ και 19 μήνες.
Τα αποτελέσματα ευθυγραμμίζονται εν πολλοίς με τα πρόσφατα κυβερνητικά στοιχεία για τον PMI, τα οποία επίσης κατέδειξαν κάμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας για δεύτερο διαδοχικό μήνα.
Ωστόσο, ο δείκτης της Caixin διαφέρει από τον κυβερνητικό σε βασικά σημεία. Η κρατική έρευνα εστιάζει κυρίως σε μεγάλες, κρατικές επιχειρήσεις της Βόρειας Κίνας, ενώ ο ιδιωτικός δείκτης της Caixin παρακολουθεί μικρότερες, ιδιωτικές επιχειρήσεις στον Νότο. Οι επενδυτές λαμβάνουν υπόψη και τους δύο δείκτες για μια πληρέστερη εικόνα της κινεζικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της Caixin, οι εξαγωγικές παραγγελίες μειώθηκαν απότομα, ενώ η συνολική παραγωγή υποχώρησε λόγω ασθενούς ζήτησης. Οι νέες παραγγελίες συρρικνώθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 2,5 ετών.
Τα υψηλά αποθέματα εξακολούθησαν να ασκούν πίεση στην παραγωγή, ενώ οι τιμές των εισροών και των εκροών παρουσίασαν περαιτέρω πτώση, ένδειξη αποπληθωριστικών πιέσεων διαρκείας στον τομέα.
Παρότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες συμφώνησαν τον Μάιο να μειώσουν σημαντικά τους αμοιβαίους δασμούς, οι αμερικανικοί δασμοί προς τα κινεζικά προϊόντα παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Η συμφωνία του Μαΐου είχε προσωρινό χαρακτήρα, με την πρόσφατη στασιμότητα στις συνομιλίες Ουάσιγκτον–Πεκίνου να μειώνει τις ελπίδες για μια πιο μακροπρόθεσμη λύση.
Η απογοητευτική εικόνα που αποτυπώνει ο δείκτης PMI ενισχύει τις φωνές για επιπλέον μέτρα στήριξης από το Πεκίνο, το οποίο ακόμη δεν έχει προχωρήσει σε συνέχεια των μέτρων που είχε εξαγγείλει στα τέλη του 2024. Η επιδείνωση των εμπορικών σχέσεων με τις ΗΠΑ αναμένεται να ωθήσει προς νέα δημοσιονομικά κίνητρα, με έμφαση στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.