Την ώρα που ο τζίρος του κατασκευαστικού κλάδου έχει υπερδιπλασιασθεί μεταξύ 2020 και 2024, πλησιάζοντας τα 16 δισ.ευρώ, οι εταιρείες αντιμετωπίζουν πιεστικές χρηματοδοτικές προκλήσεις, καθώς δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν εγγυητικές επιστολές και να διαχειριστούν τις σημαντικές καθυστερήσεις πληρωμών από το Δημόσιο.
Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ στη νέα του έκθεση για τον τομέα των Κατασκευών, η χρηματοδότηση των κατασκευαστικών και μελετητικών επιχειρήσεων είναι κρίσιμη για την κάλυψη αναγκών σε κεφάλαια κίνησης, επενδύσεις, ανάπτυξη έργων και έκδοση εγγυητικών επιστολών. Ωστόσο, το περιβάλλον υψηλού κόστους δανεισμού και η περιορισμένη πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Οι εγγυητικές επιστολές αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της συμμετοχής των κατασκευαστικών εταιρειών σε δημόσιους διαγωνισμούς και της καλής εκτέλεσης των έργων. Το συνολικό ύψος των εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης για τα δημόσια έργα, συμπεριλαμβανομένων και μη τεχνικών έργων, που συμβασιοποιήθηκαν το 2024 εκτιμάται σε περίπου 266 εκατομμύρια ευρώ.
Αν σε αυτό το ποσό προστεθούν οι εγγυητικές επιστολές για έργα των προηγούμενων δύο ετών που δεν έχουν ολοκληρωθεί, το συνολικό ποσό ανέρχεται στα 788 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας σημαντική αύξηση σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους χαμηλότερης δραστηριότητας.
Το ποσό αυτό αναμένεται να παραμείνει σε παρόμοια επίπεδα τα επόμενα χρόνια, τονίζει το ΙΟΒΕ και είναι επιτακτική ανάγκη να διασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα που εκδίδουν εγγυητικές επιστολές είναι σε θέση να καλύψουν αυτά τα ποσά. Ένα σχετικό ζήτημα είναι ο χρόνος ισχύος των εγγυητικών επιστολών καλής εκτέλεσης, οι οποίες συχνά συσσωρεύονται ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των έργων. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, προτείνεται στη μελέτη η αυτόματη επιστροφή της εγγυητικής επιστολής με την οριστική παραλαβή του έργου.
Οι καθυστερήσεις από το Δημόσιο
Επιπρόσθετα, οι καθυστερήσεις πληρωμών προς τις κατασκευαστικές εταιρείες, ιδίως από το Δημόσιο, επιδεινώνουν τις ανάγκες για πρόσθετη χρηματοδότηση και ρευστότητα.
Η μέση διάρκεια παραμονής των απαιτήσεων προς τις επιχειρήσεις του κλάδου εκτιμάται στις 240 ημέρες (περίπου 8 μήνες) για το 2023. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ποσοστό των έγκαιρων πληρωμών στον ελληνικό κατασκευαστικό κλάδο να είναι ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, με μόνο μία στις τρεις πληρωμές να πραγματοποιείται εμπρόθεσμα. Η αντιμετώπιση αυτών των καθυστερήσεων είναι απαραίτητη για την ομαλοποίηση της αγοράς.
Οι δυσκολίες στη χρηματοδότηση και το χρηματοδοτικό κενό μπορούν να αμβλυνθούν με τη χρήση διαφόρων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως εγγυητικά κεφάλαια, επιδότηση επιτοκίου και μικροχρηματοδοτήσεις. Αυτά τα εργαλεία μπορούν να διασφαλίσουν την απρόσκοπτη υλοποίηση τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών επενδύσεων σε κατασκευαστικά έργα.
Η αναμενόμενη αύξηση του κύκλου εργασιών των τεχνικών και μελετητικών επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε αυξημένες ανάγκες για τραπεζικό δανεισμό. Εκτιμάται ότι ο συνολικός καθαρός τραπεζικός δανεισμός των επιχειρήσεων του κλάδου θα μπορούσε να αυξηθεί έως και 329 εκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2023-2026. Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις αναμένεται να δουν αύξηση έως 31 εκατομμύρια ευρώ (9% της συνολικής αύξησης), ενώ οι μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις θα συγκεντρώσουν το 15%, 39% και 37% της συνολικής αύξησης του καθαρού τραπεζικού δανεισμού, αντίστοιχα
Θετικές προοπτικές
Παρά την τρέχουσα χρηματοδοτική στενότητα, οι προοπτικές για τον κατασκευαστικό κλάδο στην Ελλάδα είναι θετικές για την περίοδο 2025-2026. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), μαζί με άλλα ευρωπαϊκά και εθνικά ταμεία, αναμένεται να συνεχίσει να χρηματοδοτεί έργα υποδομής, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη του κλάδου.
Εκτιμάται ότι κατά την περίοδο 2025-2026, επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 6,3 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ΤΑΑ θα διοχετευθούν σε έργα άμεσα συνδεδεμένα με τις Κατασκευές, κινητοποιώντας συνολικούς πόρους ύψους 8,7 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο της μελέτης, οι επενδύσεις στις Κατασκευές, κυρίως σε υποδομές, αναμένεται να αυξήσουν σημαντικά το μερίδιό τους στο ΑΕΠ, φθάνοντας το 7,5% του ΑΕΠ το 2026 από 6,0% το 2024. Η αξία παραγωγής των κατασκευαστικών έργων υποδομών και κατοικιών προβλέπεται να ξεπεράσει τα 18 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2025-2026, από 15,8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024.
Ωστόσο, το απαισιόδοξο σενάριο προβλέπει υποχώρηση των επενδύσεων σε κατοικίες στο 2,4% του ΑΕΠ το 2026 και μείωση της αξίας παραγωγής στις κατασκευές κατοικιών κατά περίπου 13% σε σχέση με το αισιόδοξο σενάριο.