Image default
Οικονομία

Οι επιχειρήσεις πλουτίζουν, οι μισθωτοί ούτε που τα βγάζουν πέρα


Οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα παραμένουν εξαιρετικά χαμηλοί, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών που ζουν από μισθούς έχει πιάσει πάτο, οι αξιοπρεπείς όροι διαβίωσης αποτελούν όνειρο θερινής νυκτός για το ήμισυ και πλέον των εργαζομένων, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατέχει το απόλυτο ευρωπαϊκό ρεκόρ στην υποκειμενική φτώχεια των μισθωτών, με το 57% εξ αυτών να δηλώνει ότι τα βγάζουν δύσκολα ή πολύ δύσκολα πέρα.

Σε επίπεδο αριθμών οι Ελληνες εργαζόμενοι εξακολουθούν να έχουν ακόμη μισθολογικές απώλειες 32,8% σε σχέση με το 2009 – για κάθε 3 ευρώ που έπαιρναν πριν από 16 χρόνια σε μια δουλειά, παίρνουν σήμερα 2 ευρώ, έχοντας χάσει 1– και σε ό,τι αφορά τους μισθούς, συνεχίζεται η πορεία απόκλισης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Eνωση, καθώς το 2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 52% του μέσου ευρωπαϊκού, έναντι 52,2% το 2019 και 82,5% το 2009.

Τα στοιχεία αυτά διαπιστώνει το ερευνητικό Iνστιτούτο της ΓΣΕΕ στην ενδιάμεση έκθεσή του για την ελληνική οικονομία έτους 2025, καταδεικνύοντας ότι παρά τις πομφόλυγες του Κυριάκου Μητσοτάκη και των υπουργών του περί σύγκλισης των ελληνικών εισοδημάτων με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, οι μισθωτοί στην τετραετία 201924 συνέχισαν να χάνουν έδαφος και το σύνολο του οφέλους από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επί Μητσοτάκη καρπώθηκαν αποκλειστικά η εργοδοσία και οι εισοδηματίες.

Συνεχίζεται η πτώση

Οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων στην Ελλάδα παρουσιάζουν ακόμη σημαντική υστέρηση τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στην ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, από το 2009 έως το 2024 οι μέσες πραγματικές αποδοχές των μισθωτών στην Ελλάδα υπέστησαν καθίζηση κατά 32,8%, έναντι αύξησης 6,6% του μέσου όρου της ΕΕ. Η μεγάλη πτώση των πραγματικών μισθών σημειώθηκε προφανώς στα χρόνια της ελληνικής μεγάλης κρίσης, φτάνοντας το 31,8% στο διάστημα 2009-18.

Ομως και στο διάστημα 201924, επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη και παρά την υψηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, οι μέσοι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα σημείωσαν περαιτέρω πτώση κατά 1,1% λόγω υψηλού πληθωρισμού αλλά και ανεπαρκούς αύξησης των ονομαστικών μισθών. Αυτή η περαιτέρω πτώση των ελληνικών μισθών, σημειώνει το ΙΝΕ, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κίνηση των μισθών σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων που κατέγραψαν σημαντικά ποσοστά αύξησης, κλείνοντας την ψαλίδα με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή τη Βουλγαρία (29,5%), την Κροατία (20,1%) και τη Ρουμανία (19,9%).

Ετσι, το 2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη Ελλάδα κατέληξε να αντιστοιχεί στο 52% του μέσου ευρωπαϊκού όρου έναντι 52,2% το 2019 και 82,5% το 2009. Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είναι το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ.

Ανιση ανάπτυξη

Η παραγωγικότητα της εργασίας – παρότι γενικά πολύ χαμηλή στην Ελλάδα– αυξήθηκε κατά 1,2% στο διάστημα 2019-24 λόγω των επενδύσεων που έγιναν, όμως ο πραγματικός μισθός μειώθηκε.

Συνολικά το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7% στο διάστημα 2019-24, δημιουργώντας ένα κενό παραγωγικότητας – ωρομισθίου ύψους 5,9%. Δηλαδή, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 5,9% κι αυτό δεν έγινε – κάτι που σημαίνει άνιση διανομή της ανάπτυξης με περιορισμό του μεριδίου των μισθών και με αύξηση του μεριδίου κερδών στη χώρα μας.

Η εικόνα στην Ευρώπη ήταν πολύ διαφορετική. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, το διάστημα 2019-24 στην ΕΕ ως σύνολο παρατηρήθηκε υποχώρηση του μεριδίου των καθαρών έμμεσων φόρων προς όφελος των κερδών και των μισθών που αύξησαν το μερίδιό τους στο ΑΕΠ. Ειδικότερα, στα χρόνια του μεγάλου πληθωρισμού, στην ΕΕ των 27 οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 0,2%, από το 46,7% στο 46,9% του ΑΕΠ, τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 0,6%, από το 40,4% στο 41% του ΑΕΠ, ενώ οι καθαροί έμμεσοι φόροι μειώθηκαν κατά 0,9%, από το 12% στο 11,1%, καθώς πολλά κράτη μείωσαν τους συντελεστές ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης για να βοηθήσουν τους πολίτες να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.

Αντίθετα στην Ελλάδα το μερίδιο των καθαρών έμμεσων φόρων από το 2019 ως το 2024 έμεινε σχετικά σταθερό στο 14,8% του ΑΕΠ η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε να μειώσει τους συντελεστές ΦΠΑ παρά τις εκκλήσεις της αγοράς και της αντιπολίτευσης, το μερίδιο των μισθών έχασε ένα 1,8% του ΑΕΠ και ισόποσα αυξήθηκε το μερίδιο των επιχειρηματικών κερδών. Ετσι, στην Ελλάδα το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ πέρασε από το 36,8% του ΑΕΠ το 2019 –ήδη πολύ χαμηλή– στο 35% του ΑΕΠ το 2024 και βρέθηκε κατά 12,9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού όρου (46,9%). Ανάλογα, το μερίδιο των κερδών αυξήθηκε από το 48,3% του ΑΕΠ το 2019 στο 50,2% του ΑΕΠ το 2024 και βρέθηκε κατά 9,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού όρου (41%).

Βεβαίως, κατά το νεοφιλελεύθερο αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, καθώς η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο επενδυτικό κενό που πρέπει να καλύψει και είναι οι επιχειρήσεις που επενδύουν, αυξάνοντας με τις επενδύσεις τους την παραγωγικότητα της εργασίας και στηρίζοντας σε βάθος χρόνου τους μισθούς, η μεγάλη αύξηση των επιχειρηματικών κερδών δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Με τη μόνη διαφορά, παρατηρεί στην έκθεσή του το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, ότι η επενδυτική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο με τις επενδυτικές χορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.

Κι αν κάτι βλέπουμε από την πλευρά των επιχειρήσεων, είναι ολιγοπωλιακές δομές που δρουν ανεξέλεγκτες σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας –πρώτα από όλα στην ενέργεια– αυξάνοντας το μερίδιο των κερδών τους πολύ περισσότερο από την αύξηση του κόστους των εισαγωγών, με αποτέλεσμα εντέλει τη διαρκή υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών.

Βουλιάζουν στη μιζέρια

Η καθίζηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών αποτυπώνεται επίσης στα μεγέθη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Βάσει των στοιχείων που επεξεργάστηκε το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, από το 2019 έως το 2024 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, ενώ το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο για τους εισοδηματίες κατά 4,5 δισ. ευρώ.

Για τον λόγο αυτό, στο συγκεκριμένο διάστημα η μέση πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών που ζουν από μισθούς παρέμεινε στάσιμη, ενώ για τα νοικοκυριά στα οποία το κυρίως υπεύθυνο άτομο είναι εργοδότης σχεδόν διπλασιάστηκε.

Η μείωση της αγοραστικής δύναμης μεγάλου τμήματος των μισθωτών επηρεάζει αρνητικά και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Το 2024 το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών ανήλθε στην Ελλάδα στο 8,8%, επιδεινούμενο σε σχέση με το 2023 (8%), έναντι 3,8% του συνόλου της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ήταν το δεύτερο υψηλότερο μετά της Βουλγαρίας.

Τέλος, το πλέον αποκαλυπτικό στοιχείο των υποβαθμισμένων συνθηκών διαβίωσης των μισθωτών είναι τα ποσοστά-ρεκόρ του δείκτη υποκειμενικής φτώχειας των μισθωτών – αναφέρεται στο ποσοστό των ατόμων που τα βγάζουν πέρα με δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία. Ειδικότερα το 2024 στην Ελλάδα το 57,1% των μισθωτών δήλωσε ότι τα βγάζει πέρα δύσκολα ή πολύ δύσκολα έναντι του 28,5% των μισθωτών της δεύτερης Βουλγαρίας, του 23,5% της τρίτης Σλοβακίας και του 13,4% κατά μέσο όρο της ΕΕ.

Ελάχιστες οι συλλογικές συμβάσεις

Οι αναφορές της ενδιάμεσης έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ δεν αποτελούν έκπληξη. Σε μια χώρα που το 46,3% των εργαζομένων αμείβεται με μισθούς κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά και το 65,7% με μισθούς έως 1.200 ευρώ μεικτά, ενώ η ακρίβεια καλπάζει, είναι λογικό ο μισθός να τελειώνει στις 18 του μήνα… Ο κύριος λόγος για τον οποίο οι μισθοί παραμένουν εξαιρετικά χαμηλοί είναι ότι η χώρα δεν έχει ή έχει πολύ λίγες συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ).

Για την ακρίβεια, στην Ελλάδα βρίσκονται σε ισχύ σήμερα 43 συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εκ των οποίων μόνον επτά έχουν υποχρεωτική ισχύ –για ξενοδοχεία, τουριστικά και επισιτιστικά καταστήματα, ιδιωτική ασφάλιση και πληρώματα πλοίων– και καλύπτουν το 20% των εργαζομένων. Χωρίς συλλογικές συμβάσεις οι εργαζόμενοι είναι ευάλωτοι: δεν έχουν εργαλεία να πιέσουν τους εργοδότες για αυξήσεις.

Το καθεστώς των συλλογικών διαπραγματεύσεων υπέστη καίριο πλήγμα με τα μνημόνια, ωστόσο η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω από το 2019, με την ατέλειωτη γκάμα των πολιτικών πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας που εφάρμοσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη: από το ελαστικό 40ωρο και τη διεύρυνση των υπερωριών έως την αύξηση των εξαιρέσεων από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ακριβώς για να πετύχει την καθήλωση των μισθών και τη μείωση του εργατικού κόστους προς όφελος των επιχειρήσεων.

Η καθήλωση των ονομαστικών μισθών, ωστόσο, σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού έχει οδηγήσει πλέον σε μείωση των πραγματικών μισθών κι αυτή δεν βυθίζει στην οικονομική μιζέρια μόνο τους εργαζόμενους – όταν κρατά καιρό βυθίζει και την εθνική οικονομία. Κι αυτό είναι κάτι που δεν λέει μόνο το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ αλλά και τα τμήματα ανάλυσης των τραπεζών (Ράπανος, Eurobank Research), εξηγώντας ότι η παρατεταμένη μείωση των πραγματικών μισθών οδηγεί στην έξοδο εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων – φεύγουν οι καλά εκπαιδευμένοι που μπορούν να βρουν πιο καλοπληρωμένες δουλειές σε άλλες χώρες– και καθυστερεί την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και μεθόδων στην παραγωγική διαδικασία, με αποτέλεσμα τον τελικό εγκλωβισμό της οικονομίας σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών αμοιβών και χαμηλού επιπέδου διαβίωσης που την καθιστά ακόμη πιο ευάλωτη στις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου και στις εξωτερικές διαταραχές.

Θα θέλαμε να ελπίζουμε ότι από του χρόνου κάτι θα αλλάξει καθώς υπάρχει πλέον μία ευρωπαϊκή οδηγία, η 2022/2041, που ορίζει ότι το 80% των εργαζομένων σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ πρέπει να καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπαιξε όσο μπορούσε «καθυστερήσεις», ενσωματώνοντας την οδηγία αυτή στην εθνική νομοθεσία μόλις πέρυσι με τον νόμο 5163/2024 που θα εφαρμοστεί από το 2026.

Μένει ωστόσο να δούμε αν και πώς θα αυξηθούν οι συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα χωρίς κυβερνητική αλλαγή. Διότι δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, που νομοθέτησε πλήθος αλλαγών και εξαιρέσεων στο καθεστώς των ΣΣΕ, ακριβώς για να λειτουργούν ως κόφτες ακόμη και για την εκκίνηση μιας συλλογικής διαπραγμάτευσης, πόσο μάλλον για την υπογραφή και την επέκταση μιας σύμβασης, θα τα «ξηλώσει» τώρα όλα.

Διαβάστε επίσης

Ηγουμενίτσα: Δύο συλλήψεις για παρεμπόδιση απόπλου πλοίου

Καρυστιανού: Ξανά θεατές στην παράσταση προκαταβολικής «αθώωσης» των υπόλογων Υπουργών

«Πονοκέφαλος» στη ΝΔ με τη νέα μήνυση Καρυστιανού: «Θα απορριφθεί από την Επιτροπή Δεοντολογίας»

Μαρία Καρυστιανού: Στη Βουλή η μήνυση κατά των 14 βουλευτών της ΝΔ στην Προανακριτική





ΠΗΓΗ

Related posts

Χρηματοδοτική ασφυξία στις κατασκευές παρά την εκτίναξη του τζίρου

admin

Στον «βυθό» μισθοί, αγοραστική δύναμη και ποσοστά απασχόλησης στην Ελλάδα – Αποκαλυπτική έρευνα ΙΝΕ ΓΣΕΕ

admin

Τραμπ: Θα ανακοινώσει νέους δασμούς εντός δύο εβδομάδων – Προειδοποιεί με τελεσίγραφα

admin

Αφήστε ένα σχόλιο