Την περασμένη εβδομάδα τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών επιχείρησαν να διαφημίσουν τo «επίτευγμα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την άνοδο του κατώτατου μισθού. Ετσι, είδαμε την ΕΡΤ και τα κανάλια να παίζουν την «είδηση» ότι η Ελλάδα εισήλθε στο «κλαμπ» των πλούσιων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχουν κατώτατο μισθό άνω των 1.000 ευρώ σε δωδεκάμηνη βάση.
Την είδηση είχε δώσει η ίδια η κυβέρνηση, όπως διευκρίνιζαν ορισμένες οικονομικές ιστοσελίδες. Το «καλό νέο» λοιπόν ήταν, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, που υπολογίζει τους κατώτατους μισθούς ανά χώρα σε δωδεκάμηνη βάση, ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα –μετά την τελευταία αύξηση στα 880 ευρώ μεικτά, με ενσωμάτωση των δώρων και του επιδόματος αδείας στους 12 τακτικούς μισθούς της χρονιάς– ανέρχεται από τον περασμένο Απρίλιο στα 1.027 ευρώ.
Κατά συνέπεια η Ελλάδα πέρασε στην ομάδα των χωρών που έχουν κατώτατο μισθό 1.000 έως 1.500 ευρώ και βρέθηκε πάνω από τη Βουλγαρία την Πορτογαλία, την Κύπρο και την Κροατία, στην ίδια κατηγορία με την Ισπανία και την Πολωνία.
Το «καλό νέο» ολοκληρωνόταν με την επισήμανση ότι από το 2019 έως το 2025 η αύξηση στον κατώτατο μισθό έφτασε το 35,5%. Αν προστεθεί δε σε αυτή η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες κατά την τελευταία εξαετία το σύνολο των αυξήσεων του κατώτατου μισθού ξεπερνά τις απώλειες αγοραστικής δύναμης από τον πληθωρισμό, άρα η κυβέρνηση της ΝΔ «έσωσε» τους ευάλωτους μισθωτούς! Η εγκυρότητα αυτού του «θετικού νέου» είναι εκ των πραγμάτων σαθρή, καθώς υπάρχουν τρία πολύ σημαντικά «αλλά».
-
Μεγάλη ψαλίδα
Το πρώτο «αλλά» έχει να κάνει με το ότι ο υψηλός πληθωρισμός επιβαρύνει πάντα περισσότερο τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα, που δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε αγαθά πρώτης ανάγκης, απ’ όσο τα νοικοκυριά με τα υψηλότερα εισοδήματα. Αυτό έχει τεκμηριωθεί με πλήθος οικονομικών μελετών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Ελλάδα.
Αξιοποιώντας στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών και τιμοληψιών της ΕΛΣΤΑΤ, ο ερευνητής του ΚΕΠΕ Γιώργος Ιωαννίδης σε μελέτη του που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΚΕΠΕ υπολόγισε ότι με έτος αναφοράς το 2022 το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών δαπανούσε το 53,1% του διαθέσιμου εισοδήματος για σίτιση, στέγαση και τηλεπικοινωνίες και το 24,4% για μεταφορές, δραστηριότητες αναψυχής και προσωπική περιποίηση, σε αντίθεση με το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών που δαπανούσε το 33,7% του διαθέσιμου εισοδήματός του για σίτιση, στέγαση, τηλεπικοινωνίες και το 38% για μεταφορές, δραστηριότητες αναψυχής και προσωπική περιποίηση.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν ο Γ. Ιωαννίδης υπολόγισε ότι στο διάστημα 2021 -2022 το 20% των φτωχότερων νοικοκυριών αντιμετώπισε πληθωρισμό που ξεπερνούσε κατά 2,5% τον πληθωρισμό που αντιμετώπιζε το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών.
Ειδικότερα, υπολόγισε ότι με επίσημο πληθωρισμό 1,2% το 2021 και 9,6% το 2022 το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών επιβαρύνθηκε με πληθωρισμό 1,4% το 2021 και 10,4% το 2022, ενώ το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών με πληθωρισμό 1% το 2021 και 8,9% το 2022. Η ψαλίδα ανάμεσα στον πληθωρισμό πλουσιότερων και φτωχότερων νοικοκυριών έκλεισε το 2023, συνεχίζει ο Γ. Ιωαννίδης, όταν όλα τα νοικοκυριά αντιμετώπιζαν περίπου τον ίδιο πληθωρισμό που ήταν πολύ κοντά στον εθνικό μέσο όρο. Παρ’ όλα αυτά, καταλήγει, αυτό δεν σημαίνει βελτίωση της κατάστασης, αλλά ότι παγιώθηκε η υψηλότερη ανισότητα που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
2. Υψηλότεροι συντελεστές
Το δεύτερο «αλλά» έχει να κάνει με την τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Καθώς τα τελευταία δέκα χρόνια ο πήχης του αφορολόγητου για άγαμο μισθωτό βρίσκεται στις 8.636 ευρώ, κάθε αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Απρίλιο του 2023 που βρέθηκε στα 780 μεικτά (666,85 καθαρά) φορολογείται. Στην τελευταία έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδος έκανε λόγο για σοβαρή «φορολογική διάβρωση» των εισοδημάτων στο διάστημα 2019-2023.
Αυτό σημαίνει ότι, ενώ τα ονομαστικά εισοδήματα αυξάνονταν για να αντισταθμιστούν οι απώλειες του πληθωρισμού χωρίς όμως να αυξάνεται η αγοραστική τους δύναμη, η φορολογική κλίμακα παρέμεινε αμετάβλητη. Ετσι, οι πολίτες μετακινούνταν αυτόματα σε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές και πλήρωναν περισσότερους φόρους. Η σιωπηρή αυτή αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά την ΤτΕ επηρέασε μάλιστα κυρίως τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Μια λύση φορολογικής δικαιοσύνης θα ήταν η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας – την οποία όμως δεν εξετάζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και δεν την έχει συμπεριλάβει στα μέτρα που ετοιμάζει για τη ΔΕΘ.
3. Οι εισφορές
Το τρίτο «αλλά» έχει να κάνει με το κρίσιμο ερώτημα αν είναι τελικά προς όφελος ή προς ζημία των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και των πολύ μικρών επιχειρήσεων η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Διότι μπορεί πράγματι οι χαμηλόμισθοι να παίρνουν κάποια ευρώ παραπάνω ή αντίστοιχα να εξοικονομούν κάτι οι μικρές επιχειρήσεις, όμως τα ποσά είναι μικρά, της τάξης των λίγων δεκάδων ευρώ ετησίως, ενώ αυτές οι έστω και ελάχιστες αυξήσεις στα έσοδά τους φορολογούνται και γίνονται κρατικά έσοδα.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από την άλλη πλευρά όμως σημαίνει ζημιά για χαμηλόμισθους και «μικρούς», αφού μεταφράζεται σε μείωση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων από όπου περιμένουν συντάξεις, μείωση των εισφορών υγείας, άρα υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ, μείωση των εσόδων υπέρ της ανεργίας – πώς θα χρηματοδοτηθεί λοιπόν η ΔΥΠΑ σε έναν χρόνο που τελειώνουν τα λεφτά του Ταμείου Ανάκαμψης;