Ένα τεράστιο δίκτυο ξεπλύματος βρώμικου χρήματος μέσω στοιχηματικών εταιρειών, στο οποίο εμπλέκονται ανώτατα στελέχη του Δημοσίου, όπως διευθυντές υπουργείων, επικεφαλής υπηρεσιών, ξεσκέπασε η Αρχή για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος.
Έπειτα από πολύμηνη έρευνα η ανεξάρτητη Αρχή υπό τον επικεφαλής της επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπο Βουρλιώτη, εντόπισε περίπου 200 πρόσωπα, τα οποία υπό το μανδύα της νομιμότητας έπαιζαν μέσω 10 περίπου στοιχηματικών εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων χρηματικά ποσά που έφθαναν ακόμη και το ένα (1) εκατ. ευρώ.
Μεταξύ των προσώπων αυτών συγκαταλέγονται ανώτατοι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως είναι διευθυντές υπουργείων, δημοσίων υπηρεσιών, κ.λπ., οι οποίοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν από τα νόμιμα εισοδήματά τους τα χρήματα που έπαιζαν σε στοιχηματικές εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώθηκε, τα χρηματικά ποσά που έπαιζαν στις στοιχηματικές εταιρείες ήταν άγνωστης προέλευσης και αρχικά κατατίθεντο σε παικτικούς λογαριασμούς, οι οποίοι στη συνέχεια μεταφερόντουσαν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Η ανεξάρτητη αρχή έφτασε στα ίχνη των συγκεκριμένων προσώπων συγκρίνοντας τις φορολογικές δηλώσεις τους με τα μεγάλα ποσά που έπαιζαν.
Πώς είχε στηθεί το δίκτυο και ποια μέθοδο ακολουθούσαν τα μέλη
Όπως διαπιστώθηκε, η νομιμοποίηση του μαύρου χρήματος γινόταν μέσω εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων, οι οποίες χρησιμοποιούσαν ως πράκτορες-εισπράκτορες ιδιοκτήτες καταστημάτων που δεν έχουν καμία σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα τυχερά παίγνια. Πρόκειται για ιδιοκτήτες καταστημάτων, όπως είναι ψιλικατζίδικα, μίνι μάρκετ, πρατήρια υγρών καυσίμων κ.ά. Οι παίκτες κατέθεταν στους πράκτορες-εισπράκτορες τα χρήματα σε μετρητά, αλλά τα ποσά αυτά ήταν απροσδιόριστης προέλευσης. Τα χρήματα αρχικά κατατίθεντο σε παικτικούς λογαριασμούς, οι οποίοι στη συνέχεια μεταφερόντουσαν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και αποκτούσαν έτσι με τον μανδύα της νομιμοφάνειας.
Συγκεκριμένα, οι πελάτες-παίκτες αρχικά άνοιγαν λογαριασμό σε νόμιμες εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου και ελάμβαναν έναν μοναδικό κωδικό της συγκεκριμένης εταιρείας, μέσω του οποίου μπορούσαν να καταθέσουν στον λογαριασμό αυτό απευθείας χρήματα. Στη συνέχεια, οι πελάτες επισκέπτονταν τα καταστήματα-πρακτορεία των εταιρειών παροχής τυχερών παιγνίων που παρείχαν τη σχετική «διευκόλυνση» (ψιλικατζίδικα, μίνι-μάρκετ κ.λπ.) και παρέδιδαν χρήματα σε μετρητά, τα οποία πιστώνονταν στον λογαριασμό που είχαν ανοίξει στις εταιρείες παροχής τυχερών παιγνίων, χρησιμοποιώντας τον μοναδικό κωδικό που είχαν.
Έτσι, με εντολή του παίκτη, το διαθέσιμο υπόλοιπο, στο οποίο είχαν ενσωματωθεί και τα κεφάλαια που δεν είχε διακριβωθεί η προέλευση και η νομιμότητά τους, μεταφερόταν στον αρχικά νομίμως δηλωθέντα τραπεζικό λογαριασμό τους, οδηγώντας ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό το ξέπλυμα και των ύποπτων κεφαλαίων, που η κατάθεσή τους γινόταν σε μετρητά.
Να σημειωθεί ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση η Αρχή ενημέρωσε για τη συγκεκριμένη παικτική πρακτική την «Επιτροπή Εποπτείας Ελέγχου Παιγνίων», η οποία είναι αρμόδια για την εποπτεία και τον έλεγχο των τυχερών παιγνίων γενικά για τις δικές της ενέργειες.
Μετά την αποκάλυψη του κυκλώματος φαίνεται πως έκλεισε μια τεράστια τρύπα που επέτρεπε ξέπλυμα μαύρου χρήματος μέσω του νόμιμου στοιχηματισμού, επωφελούμενοι το νομικό κενό που υπάρχει.