Ενα τετράγωνο καταστροφής που εξακοντίζει το κόστος στέγασης της Ελλάδας και φέρει την ανεξίτηλη σφραγίδα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Από τη μια πλευρά, άλλη μία θλιβερή πρωτιά της Ελλάδας. Σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη Eurostat, το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα ξοδεύει το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματος για τη στέγη, ενώ το νοικοκυριό στη δεύτερη χώρα, τη Δανία, με μέσο μηνιαίο εισόδημα 5.743 ευρώ πρέπει να ξοδέψει το 26,3% του εισοδήματος για στέγαση. Οσο για τον μέσο ευρωπαϊκό όρο; Η δαπάνη των ευρωπαϊκών νοικοκυριών για στέγαση ανέρχεται στο 19,2% του εισοδήματός τους.
Από την άλλη πλευρά, τα προγράμματα «Σπίτι μου» I και II, που όπως δομήθηκαν από την πρώην υπουργό Οικογένειας Σοφία Ζαχαράκη όχι μόνο ωφέλησαν ημετέρους και συντρόφους της ίδιας αλλά τελικά λειτούργησαν ως καταλύτης αύξησης των τιμών πώλησης των ακινήτων.
Στην τρίτη πλευρά εμφανίζονται τα εισοδήματα. Σύμφωνα με τη Eurostat (Μάρτιος 2025), η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία στην ΕΕ όσον αφορά την αγοραστική δύναμη των πολιτών της για το 2024. Συγκεκριμένα, η χώρα μας βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, η οποία είναι τελευταία με 66%.
Στην τέταρτη πλευρά υπάρχουν οι κυβερνητικές φαιδρότητες. Από τη μία «λιμνάζουν» και ξοδεύονται σε δημόσιες σχέσεις τα περισσότερα από 3 δισ. ευρώ του πρώην ΟΕΚ και από την άλλη η κυβέρνηση Μητσοτάκη κοροϊδεύει πουλώντας ευαισθησία με την «κοινωνική κατοικία» και προσφέροντας τζάμπα οικόπεδα σε ημέτερους εργολάβους για να αισχροκερδήσουν σε βάρος των χειμαζόμενων από την κρίση κόστους ζωής ελληνικών νοικοκυριών που έστησε μετά το 2020 ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς οδηγός μας για τις αιτίες της στεγαστικής κρίσης είναι το πρόσφατο άκρως αξιόπιστο πόνημα του Πανελληνίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΟΑΕΔ, τ. ΟΕΚ, τ. ΟΕΕ (ΠΑΝΣΥΠΟ).
Οι αιτίες της κρίσης
Οπως προκύπτει από την ερευνητική εργασία των μελών του ΠΑΝΣΥΠΟ, σε ποσοστό 22% για την αύξηση του κόστους στέγασης ευθύνονται τα ενοίκια και οι τιμές πώλησης των κατοικιών, ενώ σε ποσοστό 18% ευθύνεται η ανεπάρκεια των εισοδημάτων. Παρότι συνιστά έκπληξη, η Χρυσή Βίζα ευθύνεται σε ποσοστό 4%, ενώ οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ευθύνονται κατά 10%.
Η ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι στην τρίτη θέση με ποσοστό 14% βρίσκεται η έλλειψη κοινωνικής κατοικίας, αφού διά του εγκάθετου από τη «Μαξίμου ΑΕ» πρώην διοικητή της ΔΥΠΑ (η οποία διαδέχτηκε τον ΟΕΚ) Σπύρου Πρωτοψάλτη δεν μπήκε ούτε τούβλο σε νέες κατοικίες και τα χρήματα από τα αποθεματικά του πρώην ΟΕΚ ύψους 3 δισ. ευρώ ξοδεύονται σε δημόσιες σχέσεις και απευθείας αναθέσεις τεράστιου κόστους. Τέλος, ένα ποσοστό της τάξης του 12% αφορά τα κλειστά σπίτια, που εκτιμώνται στα περίπου 800.000.
Η θλιβερή πρωτιά
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Ιδεών και Πολιτικών – ΕΝΑ, που άντλησε στοιχεία από τη Eurostat για το κόστος στέγασης το 2024, προκύπτει ως συμπέρασμα ότι η στέγαση επιβαρύνει σαφώς περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ελλάδα έχει με διαφορά το υψηλότερο κόστος στέγασης μεταξύ των χωρών της ΕΕ, καθώς το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών κατευθύνεται στην κάλυψη στεγαστικών αναγκών, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος των 27 χωρών-μελών βρίσκεται στο 19,2% και ο μέσος όρος της ευρωζώνης στο 19,3%, όσο και το ποσοστό που δαπανά το μέσο βουλγαρικό νοικοκυριό, που ως γνωστόν βρίσκεται στην τελευταία ευρωπαϊκή θέση (με προτελευταία τη χώρα μας) σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ανάλυση του Ινστιτούτου ΕΝΑ, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αν φύγουμε από το μέσο νοικοκυριό και εστιάσουμε στα φτωχότερα. Συγκεκριμένα, τα φτωχά νοικοκυριά ξοδεύουν σχεδόν τα 2/3 του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη των αναγκών στέγασης. Η Ελλάδα παραμένει φυσικά στην πρώτη θέση, με δεύτερη τη Δανία. Ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι στο 36,9%, δηλαδή ελάχιστα υψηλότερο από τον μέσο όρο των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, το ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος που δαπανά για τη στέγαση ένα μέσο ελληνικό νοικοκυριό είναι περίπου ίσο με το ποσοστό που ξοδεύει ένα φτωχό ευρωπαϊκό νοικοκυριό.
Κενές κατοικίες
Στην οικονομία υπάρχει και λειτουργεί ένας νόμος που δύσκολα κάμπτεται. Είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Οσο αυξάνεται η ζήτηση ή μειώνεται η προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση, τόσο οι τιμές αυξάνονται. Με δεδομένη την τεράστια ζήτηση για ενοικίαση κατοικιών, το γεγονός ότι εκτιμώνται σε περίπου 794.000 οι κενές κατοικίες στην Ελλάδα φέρνει αύξηση στα ενοίκια και συνεπώς αυξάνεται το κόστος στέγασης. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι πολλές κενές κατοικίες βρίσκονται κυρίως σε αστικά κέντρα και εκεί είναι που εντοπίζεται η ζήτηση. Σύμφωνα με μελέτη της Alpha Bank (Απρίλιος 2025), η οικονομική επιβάρυνση των νοικοκυριών για τη στέγαση έχει ως εξής:
-Το 42% των νοικοκυριών με στεγαστικό δάνειο δαπανά πάνω από το 30% του μηνιαίου εισοδήματός του για τη δόση του δανείου.
-Το 52% των ενοικιαστών δηλώνει ότι πληρώνει πάνω από το 30% του εισοδήματός του για το ενοίκιό του.
-Η επιβάρυνση φτάνει σχεδόν στο 60% για όσους έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω των 1.450 ευρώ (ο μέσος μεικτός μισθός στην Ελλάδα προτού αρχίσει την «επέλαση» η φορομπηχτική πολιτική Μητσοτάκη).
Από την άλλη, όπως καταγράφει η επιστημονική μελέτη του ΠΑΝΣΥΠΟ, μόνο στην Περιφέρεια Αττικής καταγράφηκαν 526.154 κενές κατοικίες κατά την απογραφή του 2021. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 24,37% του συνολικού αποθέματος των κατοικιών της περιφέρειας.
Εδώ εισέρχονται οι κοινωνικοί και δημογραφικοί παράγοντες. Οι μελετητές του ΠΑΝΣΥΠΟ θεωρούν ότι η γήρανση του πληθυσμού και η εσωτερική μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα αύξησαν τη ζήτηση κατοικίας. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του πληθυσμού το 2021, το μέσο μέγεθος νοικοκυριού ήταν 2,4 άτομα από 3,1 το 1991, συνεπώς απαιτούνται περισσότερα σπίτια για τον ίδιο πληθυσμό με παράλληλη αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 2021, καταγράφηκαν 4.332.447 νοικοκυριά στη χώρα. Από αυτά, τα 1.401.443 (ποσοστό 32,3%) ήταν μονοπρόσωπα νοικοκυριά, όταν στην απογραφή του 2011 αντιπροσώπευαν το 25,7% του συνόλου (1.061.471 μονοπρόσωπα νοικοκυριά). Αυτό σημαίνει ότι τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά 339.972.
Επιπρόσθετα, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη κατά την τελευταία δεκαπενταετία διαπιστώθηκε εισροή μεταναστών, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση σε μικρά και φτηνά διαμερίσματα. Κάπως έτσι, όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, τέσσερις στους πέντε κατοίκους ζουν στις πόλεις, ενώ στην Αττική διαμένει το 35% του συνολικού πληθυσμού της χώρας.
Πρόβλημα αντί λύσης
Το πόσο επέδρασαν τα τόσο διαφημισμένα από την κυβέρνηση προγράμματα στέγασης «Σπίτι μου I» (ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 2023) και «Σπίτι μου II» (ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 2025) στην αύξηση του κόστους στέγασης είναι μετρημένο. Πρόκειται για παλιά ακίνητα που προσφέρθηκαν σε νέους ανθρώπους μέσω επιδοτούμενων δανείων.
Πρόσφατη ανάλυση της ReDataset, του τμήματος Data & Analytics της Resolute Cepal Greece (RCG) δηλαδή, εκτιμά ότι στο πρώτο τετράμηνο του προγράμματος «Σπίτι μου II» η μέση τιμή ανά τ.μ. αυξήθηκε κατά 1,8%, ενώ στο σύνολο της αγοράς η αντίστοιχη αύξηση ήταν 1,6%. Παράλληλα, η προσφορά επιλέξιμων ακινήτων ενισχύθηκε κατά 6,6%, έναντι 7,2% στο σύνολο της αγοράς. Αντίστοιχα, στο πρώτο τετράμηνο του προγράμματος «Σπίτι μου I» η μέση τιμή είχε αυξηθεί κατά 2,3%, ενώ η γενική τάση στην αγορά ήταν 1,3%.
Μπίζνες με τους εργολάβους
Η κυβέρνηση βρήκε νέο λόγο να πανηγυρίζει. Με νομοσχέδιο που έδωσε στη διαβούλευση, η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνα Μιχαηλίδου κοκορεύεται ότι στοχεύει στη δημιουργία 53.880 κοινωνικών κατοικιών μέσα στην πενταετία. Αυτό θα συμβεί μέσα από τη διάθεση οικοπέδων που βρίσκονται στην κυριότητα του δημοσίου σε εργολάβους που θα χτίσουν τις νέες κατοικίες με δικό τους κόστος και θα αποκτήσουν (κυριότητα) το 30% έως 70% σε κάθε ακίνητο του δημοσίου. Μικρή σημείωση, για να καταλάβουμε τι πράττει η κυβέρνηση Μητσοτάκη: Η απουσία του ΟΕΚ, ο οποίος καταργήθηκε το 2012, έχει φέρει την Ελλάδα στην τελευταία θέση στην ΕΕ σε ποσοστό κοινωνικής κατοικίας (λιγότερο από 1%), όταν σε άλλες χώρες φτάνει το 20-30%. Οσο λειτουργούσε, συνέβαλε στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος για περίπου 700.000 οικογένειες (με νέες κατοικίες ή μέσω δανείων), ενώ κατασκεύασε περισσότερες από 50.000 κατοικίες, οι οποίες παραχωρούνταν σε οικογένειες εργαζομένων. Ολα αυτά γίνονταν χωρίς επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς τα κονδύλια προέρχονταν από εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών.