Image default
Οικονομία

Μεταξύ πείνας και κρύου – Στατιστικά που σoκάρουν


Τις τελευταίες μέρες δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα δύο ερευνών που αποτυπώνουν τη ζοφερή πραγματικότητα την οποία βιώνει μέρος των νοικοκυριών στην Ελλάδα ως προς το να βρει τροφή και να μην παγώνει από το κρύο τον χειμώνα ή να μη σκάει από τη ζέστη το καλοκαίρι, κοινώς να καλύπτει τα στοιχειώδη.

Η μία –και πιο σοκαριστική– ήταν της ΕΛΣΤΑΤ που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εύρεσης συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εδειξε ότι 700.000 άτομα στην Ελλάδα δυσκολεύονται, ενδεχομένως λόγω ακρίβειας, να εξασφαλίσουν επαρκές και ποιοτικό φαγητό.

Στοιχεία-σοκ

Ειδικότερα, βάσει των στοιχείων που συγκέντρωσε η στατιστική αρχή επί των εισοδημάτων του 2023, το 7% του πληθυσμού στη χώρα μας αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,6% βίωσε σοβαρή ανεπάρκεια, δηλαδή περιόδους κατά τις οποίες έμεινε εντελώς χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων. Η πείνα, λέξη που συνδέουμε συνήθως με την Αφρική αλλά όχι με την Ελλάδα, φαίνεται μάλιστα ότι επιδεινώθηκε, καθώς την αμέσως προηγούμενη χρονιά μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής δήλωνε ότι αντιμετώπιζε το 6,5% των νοικοκυριών και σοβαρή ανεπάρκεια το 1,5%.

Οπως διευκρινίζει η ΕΛΣΤΑΤ, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε ή πέρασε μία ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων.

Σοβαρή ανεπάρκεια τροφής υφίσταται όταν ένα νοικοκυριό έχει τουλάχιστον ένα μέλος του που δηλώνει ότι τους τελευταίους δώδεκα μήνες πέρασε μία ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων.

Εντούτοις, στην πείνα η Ελλάδα καταγράφει καλύτερα ποσοστά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO (2025), ο μέσος όρος μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Ευρώπη ανέρχεται σε 7,4% και σοβαρής ανεπάρκειας στο 1,8%. Η Ελλάδα με 7% και 1,6% αντίστοιχα αντιμετωπίζει, έστω και οριακά, λιγότερο οξύ πρόβλημα και πάντως πολύ λιγότερο από χώρες όπως η Ρουμανία (18,6%), η Πορτογαλία (11,9%) και η Βουλγαρία (11,6%), όπου αναφέρεται σε πρόβλημα πείνας πάνω από ένα στα δέκα νοικοκυριά.

Με κρύα και με ζέστες

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα είναι πολύ χειρότερα έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου όσον αφορά την ενεργειακή φτώχεια. Αυτό καταγράφεται στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος για την Ευρώπη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες. Ενεργειακή φτώχεια με δύο λόγια σημαίνει αδυναμία των νοικοκυριών να κρατήσουν τα σπίτια τους αρκετά ζεστά τον χειμώνα ή επαρκώς δροσερά το καλοκαίρι, σε βαθμό που να έχουν πρόβλημα και να νιώθουν δυσφορία τα μέλη τους είτε επειδή είναι πολύ υψηλές οι τιμές ενέργειας είτε επειδή μένουν σε παλιά σπίτια χωρίς μόνωση και με μεγάλες ενεργειακές ανάγκες είτε επειδή έχουν χαμηλά εισοδήματα.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση, δύο στα δέκα νοικοκυριά ή το 19,2% αδυνατούν να κρατήσουν το σπίτι τους επαρκώς ζεστό, ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι 10,6%. Μάλιστα, η χώρα μας είναι ένα από τα πέντε ευρωπαϊκά κράτη με τα υψηλότερα ποσοστά ενεργειακής φτώχειας στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία και την Πορτογαλία (20,8%), τη Βουλγαρία (20,7%) και τη Λιθουανία (20%).

Καθώς η εμπειρία της ενεργειακής φτώχειας είναι υπόθεση κυρίως των τελευταίων χρόνων –στην Ελλάδα χιλιάδες νοικοκυριά βρέθηκαν σε αδυναμία να ζεστάνουν το σπίτι τους ή να πληρώσουν το ρεύμα στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, όταν χάθηκαν δουλειές κι έπεσαν δραματικά οι μισθοί ενώ στην Ευρώπη την ανακάλυψαν το 2021 λόγω της ενεργειακής κρίσης– όλα τα στοιχεία γι’ αυτήν είναι αποσπασματικά.

Εχει καταγραφεί εντούτοις σε μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών ότι το χαμηλό εισόδημα αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες ενεργειακής φτώχειας. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 62% των νοικοκυριών που ανήκουν στις δύο χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες (0-500 ευρώ και 500-1.000 ευρώ) δηλώνει ότι δεν μπορεί να κρατήσει ζεστό το σπίτι του ή έχει οφειλές για λογαριασμούς ρεύματος.

Οι μονογονεϊκές οικογένειες, τα νοικοκυριά με ανέργους και νοικοκυριά που έχουν ένα τουλάχιστον μέλος τους ανάπηρο εμφανίζουν υψηλό κίνδυνο ενεργειακής φτώχειας. Από το 2019 η ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο: από 17,9% τη συγκεκριμένη χρονιά βρέθηκε στο 19,2% το 2023. Αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι βασική αιτία της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα είναι πλέον το σύστημα τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των αγορών του Χρηματιστηρίου Ενέργειας που έχει παγιώσει τις τιμές του ρεύματος σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με το μέσο εισόδημα.

Οφειλές για το ρεύμα

Ενεργειακή φτώχεια υπάρχει επίσης, σύμφωνα με δύο άλλους δείκτες, σε μια χώρα όταν οι λογαριασμοί ρεύματος ξεπερνούν το 10% του εισοδήματος και όταν μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών έχει απλήρωτες οφειλές για ρεύμα. Για τα επίπεδα των ελληνικών λογαριασμών ρεύματος ως ποσοστό του εισοδήματος δεν υπάρχουν μελέτες. Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Κοινών Ερευνών της Διεύθυνσης Γεωργίας και Περιφερειακής και Αστικής Πολιτικής της Κομισιόν, εντούτοις η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με οφειλές για το ρεύμα, καθώς χρωστούν λογαριασμούς το 34% των νοικοκυριών στις αγροτικές περιοχές και το 28% στα αστικά κέντρα.





ΠΗΓΗ

Related posts

Βιοτεχνολογία, η ελπίδα για την ελληνική οικονομία

admin

Η Κίνα σόκαρε τον Τραμπ: Παγκόσμια αγωνία για το εμπόριο

admin

Η «χρυσοθηρία» των data centers στην Ινδία: Κoλοσσοί tech, real estate και μεγιστάνες

admin

Αφήστε ένα σχόλιο