Η Ιστορία είναι πολύφερνη νύφη στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η πρόσληψή της εργαλείο πολιτικό

Η Ιστορία είναι πολύφερνη νύφη στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η πρόσληψή της εργαλείο πολιτικό. Χρησιμοποιήθηκε πολλάκις για να ενοποιήσει και να διχάσει, για να φτιάξει έθνη μέσω εθνικών συνειδήσεων και αφηγημάτων. Πνευματικός πατέρας του σύγχρονου ελληνικού έθνους ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος ως νεαρός επιστήμων αφιέρωσε σελίδες επί σελίδων στην αρχαιότητα αλλά μόλις ένα μικρό κεφάλαιο στο Βυζάντιο. Αναθεώρησε όμως για άκρως πολιτικούς λόγους («εθνικούς» θα τους λέγαμε σήμερα) όταν αμφισβήτησε ο Φαλμεράιερ την ελληνική συνέχεια, προσθέτοντας τον «χαμένο» μεσαιωνικό κρίκο μιας αδιάσπαστης αλυσίδας.
Ο όρος Βυζάντιο άλλωστε είναι ήδη προβληματικός εν αντιθέσει με τον όρο Ρωμανία. Ο διακεκριμένος καθηγητής Αντώνης Καλδέλλης (Πανεπιστήμιο Σικάγου) αναφέρεται στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αφού και οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας δήλωναν Ρωμαίοι (εξ ου και το Ρωμιοί) και όχι Βυζαντινοί.
Ανεξαρτήτως αν ένιωθαν Έλληνες (δηλαδή εθνικοί) ή Ρωμαίοι, η γλώσσα που επιβίωσε ήταν η ελληνική. Και αυτό πλειοδότησε στην αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Από την άλλη, ο ξεσηκωμός του 1821 συνεπήρε πολλούς Βαλκάνιους χριστιανούς που συγκροτούσαν το Ρουμ μιλιέτ, οι οποίοι μετέπειτα άφησαν τον ελληνικό εθνικισμό για να συγκροτήσουν τον δικό τους (π.χ. Βούλγαροι έμποροι της διασποράς).
Φτάσαμε και στο ιδανικό ιστορικό πλαίσιο για την ταινία «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή. Έχει προκαλέσει αρκετές ενστάσεις και πολεμική η κριτική που ασκείται στο σενάριο της επικείμενης ταινίας, και ειδικότερα στο σημείο του τρέιλερ που αναφέρεται στην κατηγορία του Φαλμεράιερ για την ελληνικότητα των Ελλήνων (η απάντηση του κυβερνήτη Καποδίστρια είναι ότι οι Έλληνες ως φυλή είναι απόγονοι τριών πολιτισμών, του μινωικού, του κλασικού ελληνικού και του βυζαντινού»). Πολλοί δεν έχουν καταλάβει τι σημαίνει η «παραποίηση» γεγονότων και ελαφρά τη καρδία ξιφουλκούν. Από τη μία πλευρά η (σκληρή) κριτική που ασκήθηκε μέσω ενός παραπολιτικού δημοσιεύματος και από την άλλη η άκριτη υπεράσπιση της εθνικής συνέχειας, όπως αποδίδεται από την επίσημη πολιτεία (σχολικά βιβλία, γιορτές, τοποθετήσεις στον δημόσιο διάλογο κ.λπ.) και από τον σκηνοθέτη Σμαραγδή. Είναι ορθό να ασκείται κριτική τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά, αρκεί να υπάρχουν επιστημονικά επιχειρήματα.
Στον κλασικό αρχαίο πολιτισμό θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς τη στάση της θρησκείας που είχε σηκώσει εκκλησία και τζαμί στον Παρθενώνα ή την αξία των Γλυπτών του Παρθενώνα που δόθηκαν στον λόρδο Έλγιν από τους Οθωμανούς αλλά η διεκδίκησή τους από το επίσημο ελληνικό κράτος έγινε στη δεκαετία του 1980 (προφανώς εκείνη την εποχή ήταν στο πλαίσιο της ηθικής της βρετανικής αυτοκρατορίας να «συλλέγει»/κλέβει ανεκτίμητης αξίας υλικά από κάθε χώρα χωρίς να δίνει λογαριασμό, αλλά με τη συγκρότηση των εθνών στη νεωτερική εποχή δεν ήταν αποδεκτή).
Για το Βυζάντιο ήδη αναφερθήκαμε. Ο Καποδίστριας δεν είχε προλάβει τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1852) όταν σε μια συλλογή δημοτικών τραγουδιών υιοθετεί και τρίτη περίοδο, τη μέση περίοδο, στην ελληνική συνέχεια, ούτε τον Κων. Παπαρρηγόπουλο που καταλήγει στο Βυζάντιο στα τέλη της δεκαετίας του 1870.
Μια εμπεριστατωμένη τοποθέτηση επί της εμφάνισης του όρου «μινωικός» αναρτήθηκε από την αρχαιολόγο Βασιλική Πλιάτσικα στο facebook, η οποία φρόντισε να γειώσει στην επιστημονική πραγματικότητα τη φορτισμένη συζήτηση. Παρότι ο Άρθουρ Έβανς, ο ανασκαφέας της Κνωσού, έδωσε τον όρο, εντούτοις ο όρος «μινωικός» (Minoische Kreta) εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1828 στον δεύτερο τόμο του τρίτομου έργου του Karl Hoeck «Kreta» (1823-1829).
Επομένως, όπως σημειώνει η αρχαιολόγος, το έργο «γνώρισε τέτοια δημοφιλία, ώστε δεν είναι τυπικώς απίθανο να είχε διαβαστεί κάποια στιγμή από τον Ιωάννη Καποδίστρια» και έτσι να μπορεί να αποδοθεί ο όρος μινωικός. Ωστόσο η εισαγωγή του όρου από τον Hoeck υποδείχτηκε μόλις το 1990 σε μελέτη του Jan Driessen, ενώ ο ίδιος ο Hoeck αναφερόταν στον μινωικό πολιτισμό ως προελληνικό πολιτισμό, επομένως δεν μπορούσε να αποτελέσει δυνατό επιχείρημα για τον Καποδίστρια εκείνη την εποχή.
Και η Βασ. Πλιάτσικα καταλήγει: «Αλλά αυτά παραείναι ψιλά γράμματα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τον ιστορικό χρόνο των αρχών του 19ου αιώνα και την αγωνία των Ελλήνων να εμπεδώσουν το δικαίωμα στην ίδια την πατρίδα τους επικαλούμενοι την καταγωγή τους από την ένδοξη αρχαιότητα». Κι εδώ αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί γίνεται τόσο έντονα αυτή η συζήτηση. Θ.Κ.