Εκρηκτική ανάπτυξη καταγράφει η βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα: φέτος διατέθηκαν σε βραχυχρόνια μίσθωση 228.000 καταλύματα με 1 εκατομμύριο κλίνες, 100.000 περισσότερες από τα ξενοδοχεία. Τα τελευταία δύο χρόνια ωστόσο στοχοποιείται από την κυβέρνηση, που με αλλεπάλληλες ρυθμιστικές και φορολογικές αλλαγές επιδιώκει να της βάλει «φρένο», υποτίθεται για να πέσουν τα ενοίκια – κατά τους καχύποπτους, όμως για να μεταφέρει τζίρο από το bnb στους μεγαλοξενοδόχους.
Το Airbnb ξεκίνησε το 2008 ως startup, όταν δύο φοιτητές από το Σαν Φρανσίσκο που νοίκιαζαν χώρο στο σπίτι τους προσφέροντας ύπνο και πρωινό δημιούργησαν μια ιστοσελίδα. Ετσι επιχειρούσαν να διευρύνουν τη λογική του παραδοσιακού ξενώνα, όπου ο ταξιδιώτης διανυκτερεύει χωρίς πολλές ανέσεις αλλά πολύ πιο φτηνά από ό,τι σε ένα ξενοδοχείο, και να βγάλουν λεφτά.
Το 2011 το Airbnb επεκτάθηκε στην Ευρώπη και την Ελλάδα συμπίπτοντας με τα χρόνια της μεγάλης κρίσης, κατά τα οποία οι ενοικιαστές έμεναν άνεργοι αφήνοντας φέσια στους ιδιοκτήτες, πολύς κόσμος εγκατέλειπε τη χώρα αναζητώντας δουλειά εκτός αυτής, οι τιμές των σπιτιών είχαν γκρεμιστεί κατά 30-40% χαμηλότερα από τα υψηλά του 2008 και γενικώς έλειπε το χρήμα. Κάποιοι ιδιοκτήτες ακινήτων στην Κρήτη και την Αθήνα άρχισαν να επιχειρούν να αντλήσουν έσοδα από τον τουρισμό νοικιάζοντας σπίτια ή και το σπίτι τους μέσω της Airbnb.
Εως το 2015 η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης υπήρξε αργή, από το 2016 όμως και μετά πήρε φόρα και τα καταλύματα που ήταν διαθέσιμα για βραχυχρόνια μίσθωση αυξάνονταν στην Ελλάδα με ρυθμό 30% τον χρόνο.
Η μεγάλη απογείωση έγινε πάντως με την πανδημία, όταν οι ταξιδιώτες στράφηκαν μαζικά στη βραχυχρόνια μίσθωση αναζητώντας ιδιωτικότητα, προστασία από τις μολύνσεις αλλά και πιο προσιτές τιμές, καθώς τα ξενοδοχεία, για να βγάλουν τα σπασμένα από δύο χρόνια περιοριστικών μέτρων, είχαν αυξήσει σημαντικά τις τιμές τους.
Αντιδράσεις των ξενοδόχων
Η καλπάζουσα άνοδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης άρχισε ωστόσο να προκαλεί τις αντιδράσεις των ξενοδόχων, που κατήγγελλαν αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος τους με το επιχείρημα ότι οι οικοδεσπότες των κατοικιών που δίνονται σε βραχυχρόνια μίσθωση δεν έχουν τις ίδιες αδειοδοτικές υποχρεώσεις με τα ξενοδοχεία, δεν απασχολούν εργαζόμενους, δεν πληρώνουν τα διάφορα ειδικά τέλη που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις φιλοξενίας και κατά συνέπεια δεν συνεισφέρουν στον τουρισμό και στην εθνική οικονομία.
Ετσι, το 2023 η κυβέρνηση θέσπισε το πρώτο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, επιβάλλοντας αυστηρές προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας, τέλος περιβαλλοντικής προστασίας ανά διανυκτέρευση και δίνοντας παράλληλα στο υπουργείο Τουρισμού και στην ΑΑΔΕ τη δυνατότητα να κάνουν ελέγχους στα σχετικά καταλύματα όπως και στα ξενοδοχεία. Παράλληλα, ορίστηκε ότι όποιος διέθετε πάνω από δύο ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση έπρεπε να ανοίξει εταιρεία. Ετσι, όσοι διέθεταν από τρία καταλύματα και πάνω έγιναν επιχειρήσεις και είχαν πλέον την υποχρέωση να πληρώνουν τέλος παρεπιδημούντων και ΦΠΑ όπως ακριβώς και τα ξενοδοχεία, ακυρώνοντας οριστικά το επιχείρημα των ξενοδόχων περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Καθώς μάλιστα ήταν ευρέως αποδεκτό ότι κάποια στιγμή ο κλάδος πρέπει να ρυθμιστεί, οι αλλαγές αυτές δεν προκάλεσαν αντιδράσεις.
Αντίθετα, προκάλεσε αντιδράσεις –σοβαρές μάλιστα– η προσπάθεια της κυβέρνησης να ενοχοποιήσει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις ως υπεύθυνες για την καλπάζουσα αύξηση των ενοικίων, ιδίως στην Αθήνα – ενδεχομένως και για να ξεχαστεί η ανοιχτή προτροπή Σκυλακάκη προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων το 2021 να αυξήσουν τα ενοίκια αν δεν έχουν να πληρώσουν τον ΕΝΦΙΑ μετά τη μεγάλη αύξηση των αντικειμενικών αξιών από την κυβέρνηση της ΝΔ τη χρονιά εκείνη, ιδίως στο πολεοδομικά συγκροτήματα Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Ενδεχομένως και για να ξεχαστεί η κάθετη άρνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να χρησιμοποιήσει κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για κοινωνική κατοικία, όπως έκαναν οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Ο σύλλογος των οικοδεσποτών ή αλλιώς Σύλλογος Οικονομίας Διαμοιρασμού με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη διαμαρτυρήθηκε υποστηρίζοντας ότι είναι άδικο να στοχοποιείται η βραχυχρόνια μίσθωση ως υπεύθυνη για την εκτόξευση των ενοικίων στα ύψη – παραπέμποντας στην πτώση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, στις χιλιάδες κενές κατοικίες αλλά και στην Golden Visa που έως το 2023 είχε οδηγήσει στην απόσυρση από την αγορά έως και 100.000 κατοικιών.
Δεν πήραν επιδοτήσεις
«Σήμερα είναι η ώρα να στηρίξουμε όχι λίγους μεγάλους επενδυτές ή μεγαλοξενοδόχους, αλλά την κοινωνία, τους πολλούς μικροϊδιοκτήτες που είναι και η ραχοκοκαλιά της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αυτούς που κατάφεραν να κρατήσουν τις περιουσίες τους, να πληρώσουν τους φόρους τους και τώρα να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς, συντηρώντας χιλιάδες οικογένειες οι οποίες δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα, χωρίς να έχουν πάρει ούτε ένα ευρώ από το κράτος ως τακτική ή έκτακτη ενίσχυση!» έγραφαν τότε, αναφερόμενοι εμμέσως πλην σαφώς στις τεράστιες επιδοτήσεις που δόθηκαν κατά την πανδημία στα ξενοδοχεία.
Καθώς όμως η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης είχε προκαλέσει πράγματι πρόβλημα σε ορισμένα νησιά και υπήρχαν καταγγελίες ότι γιατροί, δάσκαλοι, στρατιωτικοί ή και εποχικοί εργαζόμενοι δυσκολεύονταν να βρουν σπίτι σε προσιτή τιμή –σε ορισμένες περιπτώσεις υποχρεώνονταν να το εγκαταλείψουν με την έναρξη της θερινής περιόδου για να δοθεί σε βραχυχρόνια μίσθωση– το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δεν ήταν πρόθυμο να τους ακούσει.
Εντέλει η κυβέρνηση διέκοψε από την 1η Ιανουαρίου 2024 την παροχή νέων σχετικών αδειών σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας (Κουκάκι, Εξάρχεια, Παγκράτι, Πετράλωνα) και θέσπισε φοροαπαλλαγές για όσους θα επέστρεφαν στη μακροπρόθεσμη μίσθωση ή θα άνοιγαν κλειστά ακίνητα με την υπόσχεση ότι θα πέσουν τα ενοίκια. Βεβαίως, τα ενοίκια δεν έπεσαν. Αντίθετα, αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο, με ετήσιο ρυθμό που πέρυσι ξεπέρασε το 10%.

