Ενώ η δικαιοσύνη βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, εξαιτίας των χειρισμών στην υπόθεση των Τεμπών, έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «ραπίζει» το εθνικό δικαστικό σύστημα. Το χαρακτηρίζει ως ένα από τα πιο αναποτελεσματικά στην Ευρώπη, σημειώνοντας ότι αποτελεί «βαρίδι» για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και λειτουργεί ως αντικίνητρο για την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας σημαντικός θεσμός-διεθνής φορέας επισημαίνει τις δομικές παθογένειες του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Οι περισσότερες σχετικές επισημάνσεις που έχουν γίνει, αφορούν κυρίως της επιπτώσεις στην οικονομική-αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Υπάρχουν βεβαίως και οι πολιτικές και κοινωνικές επιδράσεις και προεκτάσεις της αναποτελεσματικής δικαιοσύνης, τόσο σε επίπεδο καθυστέρησης διεκπεραίωσης υποθέσεων, όσο και σ’ αυτό των χειρισμών-αποφάσεων.
Το ΔΝΤ ασχολείται με τον αντίκτυπο στην οικονομία και στις επενδύσεις. Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι είναι αναγκαίο να «τρέξει» η μεταρρύθμιση της ελληνικής δικαιοσύνης, σημειώνοντας ότι έτσι θα τεθούν οι προϋποθέσεις για υψηλότερη ανάπτυξη και μεγαλύτερη οικονομική ανθεκτικότητα στο μέλλον.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η χώρα μας καταγράφει τις πιο μακροχρόνιες διαδικασίες για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χρειάζονται σχεδόν 1.200 ημέρες στην Ελλάδα για να ληφθεί απόφαση για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, αριθμός σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ των 446 ημερών.
Υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα ενεργών υποθέσεων, καθώς τα δικαστήρια ολοκληρώνουν λιγότερες υποθέσεις από τις νέες που έρχονται και ο «ρυθμός εκκαθάρισης» παραμένει κάτω του 100% τόσο στα πρωτοδικεία όσο και στα εφετεία, όντας χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Κατά την περίοδο της κρίσης ο ρυθμός αυτός έπεσε κάτω από το 60% δημιουργώντας ένα τεράστιο απόθεμα ανοιχτών υποθέσεων που από μόνος του αύξησε σημαντικά το χρόνο διεκπεραίωσης μιας υπόθεσης.
Υποστελέχωση και έλλειψη ψηφιοποίησης
Στη μελέτη του ΔΝΤ αναφέρεται πως τα δικαστικά έξοδα παραμένουν χαμηλά στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Παράλληλα γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ανεπαρκή στελέχωση του δικαστικού συστήματος. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο υποστηρικτικό προσωπικό των ελληνικών δικαστηρίων, που υστερεί σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας διαθέτει μια από τις υψηλότερες αναλογίες δικαστών ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξαιτίας της έλλειψης υποστηρικτικού προσωπικού, οι δικαστές επιβαρύνονται με διοικητικές και άλλες μη βασικές εργασίες, μειώνοντας σημαντικά την αποδοτικότητά τους.
To χαμηλό επίπεδο ψηφιοποίησης έχει επίσης συμβάλει σε μια λιγότερο αποδοτική λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Για να επωφεληθεί η δικαιοσύνη από την ψηφιοποίηση, απαιτείται η ενσωμάτωση κατάλληλων ρυθμίσεων που να επιτρέπουν τη χρήση τεχνολογιών εξ αποστάσεως επικοινωνίας στις δικαστικές και συναφείς διαδικασίες στους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, με την Ελλάδα να υστερεί σε αυτόν τον τομέα σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Τα βήματα… προόδου
Συμπερασματικά οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι η αντιμετώπιση των προκλήσεων ως προς την αποδοτικότητα απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση που να εστιάζει τόσο στις ποσοτικές όσο και στις ποιοτικές της διαστάσεις. Ο χρόνος εκδίκασης υποθέσεων, ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων και τα επίπεδα στελέχωσης αποτελούν βασικούς ποσοτικούς δείκτες της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος, οι οποίοι επηρεάζουν την εκτέλεση απαιτήσεων και τις διαδικασίες αφερεγγυότητας. Τονίζουν ότι θα πρέπει να θεσπιστούν ποσοτικοί δείκτες για την παρακολούθηση της προόδου στους συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, οι οποίοι να είναι επαρκώς εξειδικευμένοι και να επιτρέπουν τη δυνατότητα συγκεντρωτικής και αναλυτικής παρακολούθησης σε διαφορετικά επίπεδα.
Οι ποιοτικοί παράγοντες, όπως η εξειδίκευση των δικαστών και η επαγγελματοποίηση των εκπροσώπων αφερεγγυότητας, αν και είναι πιο δύσκολο να μετρηθούν, είναι εξίσου σημαντικοί για την ενίσχυση της αποδοτικότητας της δικαιοσύνης.