Βαριές χειρωνακτικές εργασίες, άρση βάρους, χρόνια δυσκοιλιότητα, περιττά κιλά είναι παράγοντες κινδύνου.
Η βουβωνοκήλη αποτελεί την πιο συχνή μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος. Αντιπροσωπεύει το 70-80% όλων των περιπτώσεων κήλης, με ιδιαίτερα υψηλή επίπτωση στον ανδρικό πληθυσμό.
Χαρακτηρίζεται από την προβολή ενδοκοιλιακού περιεχομένου (συνήθως έντερο, επίπλουν ή ενδοκοιλιακό λίπος) μέσω ενός χάσματος του κοιλιακού τοιχώματος στη βουβωνική χώρα, δηλαδή στην περιοχή μεταξύ κορμού και μηρού.
Η ανατομία της περιοχής είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της πάθησης, αναφέρει ο γενικός χειρουργός Φώτης Αρχοντοβασίλης, διευθυντής της ΣΤ’ Χειρουργικής Κλινικής και του Κέντρου Αριστείας Χειρουργικής Κηλών του Νοσοκομείου Metropolitan General, συνεργάτης της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και α’ αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ενδοσκοπικής Χειρουργικής.
Όπως εξηγεί, ο βουβωνικός πόρος αποτελεί φυσιολογική οπή στο κοιλιακό τοίχωμα. Μέσω αυτού κατεβαίνει ο όρχις από την κοιλιά στο όσχεο κατά την εμβρυϊκή ηλικία ή διέρχεται ο στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας στις γυναίκες. Όταν στο ευάλωτο αυτό άνοιγμα συμβεί πρόπτωση ενδοκοιλιακού οργάνου, δημιουργείται η βουβωνοκήλη.
Παράγοντες κινδύνου
Η εμφάνιση της βουβωνοκήλης σχετίζεται με πολλαπλούς παράγοντες που αυξάνουν την ενδοκοιλιακή πίεση, όπως:
- Βαριές χειρωνακτικές εργασίες και άρση υπερβολικών βαρών
- Χρόνια δυσκοιλιότητα και έντονη καταπόνηση κατά την αφόδευση
- Παχυσαρκία και αυξημένο σωματικό βάρος
- Χρόνιος βήχας (συχνά σε χρόνιους καπνιστές)
- Έντονη αθλητική δραστηριότητα (ιδίως σε ποδοσφαιριστές και καλαθοσφαιριστές)
- Εγκυμοσύνη στις γυναίκες
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες η βουβωνοκήλη εμφανίζεται λόγω γενετικής προδιάθεσης, χωρίς εμφανή προδιαθεσικό παράγοντα.
Η κλινική εικόνα
Η βουβωνοκήλη εμφανίζεται ως διόγκωση στη βουβωνική χώρα. Μπορεί να φτάσει έως τους όρχεις εάν το χάσμα είναι πολύ μεγάλο και το έντερο «κατέβει» στο όσχεο (οσχεοβουβωνοκήλη). Οι πάσχοντες μπορεί να εκδηλώσουν ποικίλα συμπτώματα, όπως ενδεικτικά:
- Ορατή διόγκωση στη βουβωνική περιοχή που μπορεί να αυξάνεται κατά την όρθια στάση, τον βήχα ή την καταπόνηση
- Πόνο ή δυσφορία κατά την άρση βάρους ή τη σωματική άσκηση
- Αίσθημα βάρους ή πίεσης στην πάσχουσα περιοχή
- Αίσθημα καύσου (κάψιμο) ή νυγμού στη βουβωνική χώρα
Η βουβωνοκήλη μπορεί να είναι ανατάξιμη, δηλαδή το περιεχόμενό της να επανέρχεται στη σωστή θέση με τους κατάλληλους χειρισμούς. Μπορεί όμως να είναι και μη ανατάξιμη, δηλαδή η επαναφορά να είναι αδύνατη. Σε τέτοια περίπτωση απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Υπάρχει επίσης ενδεχόμενο να συμβεί περίσφυξη. Κατ’ αυτήν, το σπλάγχνο έχει εγκλωβιστεί εκτός θέσης και δεν αιματώνεται καλά από το σφίξιμο, με άμεση και επείγουσα ανάγκη χειρουργείου, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διάτρησης και περιτονίτιδας.
Πώς αντιμετωπίζεται
Η διάγνωση της βουβωνοκήλης είναι κατά κύριο λόγο κλινική, βασισμένη στο ιστορικό και τη φυσική εξέταση. Σε αμφίβολες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί απεικονιστικός έλεγχος (υπερηχογράφημα ή αξονική τομογραφία).
Η βουβωνοκήλη αντιμετωπίζεται οριστικά με χειρουργική επέμβαση, η οποία μπορεί να είναι:
- Ανοικτή αποκατάσταση με πλέγμα. Είναι η παραδοσιακή μέθοδος με τοποθέτηση συνθετικού πλέγματος για ενίσχυση του τοιχώματος της κοιλιάς.
- Λαπαροσκοπική ή ενδοσκοπική αποκατάσταση. Είναι ελάχιστα επεμβατική προσέγγιση με μικρότερες τομές, λιγότερο πόνο και ταχύτερη ανάρρωση.
- Ρομποτική χειρουργική. Είναι προηγμένη τεχνική που προσφέρει μεγαλύτερη ακρίβεια και καλύτερα αποτελέσματα ακόμη και σε πολύπλοκες περιπτώσεις.
«Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες, η χειρουργική αποκατάσταση συνιστάται ακόμη και σε ασυμπτωματικές περιπτώσεις, καθώς ο κίνδυνος επιπλοκών από μια ενδεχόμενη περίσφυξη υπερβαίνει τους κινδύνους της επέμβασης», καταλήγει ο κ. Αρχοντοβασίλης.
Φωτογραφία: iStock