Του Νίκου Γεωργιάδη
Ο Πάπας Βονιφάτιος ο 8ος ήταν ο Ποντίφικας ο οποίος αναμίχθηκε περισσότερο από κάθε άλλον στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν στα δίσεκτα χρόνια της ηγεμονίας του. Είχε την ευφυΐα να αντιστρέψει το αρχαιοελληνικό ρητό «Η σιωπή είναι χρυσός» το οποίο βολεύει τόσο πολύ τους ηγέτες όταν υπεκφεύγουν με εκείνο το «Όποιος σιωπά συμφωνεί». Γαλλιστί … «Qui ne dit mot, consent».
Επειδή έχει γίνει μόδα πλέον η διπλωματική αποστροφή στα γαλλικά, μετά το περίφημο του πρωθυπουργού στο Μανχάταν «Αυτά έχει η ζωή», « c’est la vie» κοινώς, η ελληνική διπλωματία εισήλθε, ως φαίνεται, στην γαλατική της φάση, όπου παίζουμε με τις λέξεις. Επιμένοντας ωστόσο γαλατικά θα μπορούσε να περιγραφεί η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ανάγνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την ρήση του Ταλεϋράνδου. « Αυτό που συνέβη είναι χειρότερο από έγκλημα. Ήταν λάθος». Διότι στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν εγκλήματα, παρά μόνον λάθη και μάλιστα κολοσσιαία.
Το σημαντικότερο εξ αυτών είναι πως αντί να συνειδητοποιήσει τα λάθη της η ελληνική διπλωματία φέρεται να παρασύρεται στο μεγαλύτερο εξ αυτών. Την υποτίμηση του αντιπάλου και αυτό για την αποκόμιση βραχυπροθέσμως πολιτικού οφέλους στο εσωτερικό μέτωπο.
Εξηγούμεθα. Η παρουσία του πρωθυπουργού στο Μανχάταν επί μία εβδομάδα εξελίχθηκε σε ένα διπλωματικό μαρτύριο. Η ακύρωση της συνάντησης με τον Ταγίπ Ερντογάν, με πρωτοβουλία της τουρκικής πλευράς, ήταν μία καλά στημένη και άριστα προσχεδιασμένη παράσταση από την Άγκυρα. Απλά η ελληνική διπλωματία, παρά το γεγονός ότι διαθέτει εκπαιδευμένο προσωπικό για την διάγνωση, τουλάχιστον των προθέσεων του αντιπάλου, πιάστηκε στον ύπνο. Ακόμη χειρότερα. Το «ραντάρ» του ΥΠΕΞ δεν λειτούργησε καν, δηλαδή τα ανακλαστικά του διπλωματικού προσωπικού είχαν μηδενική απόκριση. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Εδώ και αρκετό καιρό βρέθηκε στην Ουάσιγκτον για άγνωστους λόγους και δίχως συγκεκριμένη ατζέντα αλλά και χωρίς επίσημη εξήγηση, η Υφυπουργός Εξωτερικών κυρία Παπαδοπούλου. Η μόνη επίσημα γνωστή (λόγω φωτογραφιών) δραστηριότητά της, ήταν ότι παρέστη σε κάποια δεξίωση της Ομογένειας προς τιμήν του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Αν λοιπόν η κυρία Παπαδοπούλου εστάλη στην Ουάσιγκτον για να διασφαλίσει έστω και μία τυπική επαφή μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Κυριάκου Μητσοτάκη, αποστολή η οποία θα δικαιολογούσε την άτυπη παρουσία της στην αμερικανική πρωτεύουσα, τότε η Υφυπουργός απέτυχε παταγωδώς. Αν ήταν για να πληροφορηθεί από τα ενδότερα των έσω τις μύχιες σκέψεις του Λευκού Οίκου, τότε δεν κατάλαβε τίποτε, διότι απλά ο έλληνας πρωθυπουργός δεν κατάφερε να συναντηθεί ούτε με τον Σύμβουλο Ασφαλείας του Ντόναλντ Τράμπ, ούτε καν με τον αναπληρωτή του. Άρα και σε αυτό το επίπεδο, η αποτυχία «της Κυανοπώγωνος» του ελληνικού ΥΠΕΞ υπήρξε ολοκληρωτική. Δεν κατάφερε να αποσπάσει την δέσμευση ούτε καν του αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών για μία κουβεντούλα με τον έλληνα πρωθυπουργό. Τώρα όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, κάτι τέτοιο θα φάνταζε ως μία τεράστια επιτυχία. Ούτε αυτό λοιπόν.
Εδώ και καιρό, για την ακρίβεια ακόμη και από την περίοδο της βασιλείας Δένδια στο Υπουργείο Εξωτερικών, οι αποφάσεις και οι ενέργειες σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής καθορίζονταν από ένα κλειστό κονκλάβιο στο Μαξίμου. Η κυρία Παπαδοπούλου ήταν και είναι αναπόσπαστο γρανάζι αυτού του μηχανισμού. Όπως εξηγούν έμπειροι και πάντως εν ενεργεία διπλωμάτες, η όλη πολιτική και διοικητική φιλοσοφία της κυρίας Παπαδοπούλου οδήγησε αναπόφευκτα στην αδρανοποίηση των μηχανισμών στο Μέγαρο της Βασιλίσσης Σοφίας.
Το αποτέλεσμα αυτής της αδρανοποίησης ήταν η εικόνα που παρουσίασε η ελληνική διπλωματία καθ’ όλη την διάρκεια της εβδομάδας που μας πέρασε.
Προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το αδιέξοδο στο οποίο αυτοκαταδικάστηκε, κυρίως μετά την έκδηλα θερμή υποδοχή του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο και την αναγόρευσή του σε στενό συνεργάτη της Υπερδύναμης στην περιοχή, οι διαρροές της ελληνικής πλευράς στα ημεδαπά ΜΜΕ αναλώθηκαν σε άνευ προηγουμένου άστοχες, ανεδαφικές και αποπροσανατολιστικές ειδήσεις. Στόχος η απαξίωση έστω και με βραχυπρόθεσμο όφελος, του προβλεπόμενου θετικού κλίματος στη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν. Αυτός ήταν ο λόγος που αναδείχθηκε, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, με μία άτυχη και ρηχή πολιτικά προσέγγιση, η συνέντευξη Ερντογάν στο Fox News. Τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έλαβε τίποτε από τα παραπάνω υπ’ όψιν του. Ενήργησε, όπως πάντα, με γνώμονα την προσωπική του άποψη.
Περιέγραψε τον Ερντογάν ως ηγέτη με « tremendous influence in the region» ο οποίος είναι «σκληρό πρόσωπο με σαφείς ιδέες που κάνει εξαιρετική δουλειά». Ο Ερντογάν έλυσε το πρόβλημα στη Συρία. Αυτή είναι μια μεγάλη νίκη για την Τουρκία και ήθελα να του αποδώσω τα εύσημα».
Τα ύστερα τιμούν τα πρώτα. Όταν ρωτήθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ από τους δημοσιογράφους πώς πήγε η συνάντηση, απάντησε: «Υπέροχα! Η συνάντηση ήταν πολύ αποτελεσματική σε πολλά διαφορετικά θέματα, θέματα που θέλαμε εμείς, θέματα που ήθελε αυτός, και αυτό ήταν καλό». Θα το ανακοινώσουμε αργότερα, και θα κάνει και ο ίδιος μια ανακοίνωση, αλλά είχαμε μια εξαιρετική συνάντηση με την Τουρκία και τον πολύ σεβαστό πρόεδρό της».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Δεν ισοφαρίζουν την προσωπική επιτυχία του Ερντογάν με την αναμφισβήτητη συμβολή του τούρκου ΥΠΕΞ και της τουρκικής διπλωματίας, οι συναντήσεις του έλληνα πρωθυπουργού με τον CEO της Lockheed Martin ή με την νέα πρέσβη της Αμερικής σε ένα δείπνο – πάρτι με την Ομογένεια ή ακόμη και με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Ο οποίος Βαρθολομαίος, ειρήσθω εν παρόδω , είναι και ο μόνος ο οποίος μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος, αφού σε ό,τι αφορά τα ελληνικού ενδιαφέροντος ζητήματα, σε αυτόν και μόνον σε αυτόν, αναφέρθηκε ο Ντόναλντ Τραμπ. Αντιθέτως, αν και επιστρατεύθηκαν επιχειρήματα εξυπνακίστικου περιεχομένου από ελληνικής πλευράς, η φτώχεια της πρωθυπουργικής ατζέντας ήταν ολοφάνερη.
Μία συνέντευξη στην Wall Street Journal είναι πάντα καλοδεχούμενη, χρήσιμη και κυρίως λειτουργική. Η φράση ωστόσο «C’est la vie» του πρωθυπουργού η οποία απευθυνόταν στον Ταγίπ Ερντογάν ήταν τουλάχιστον διπλωματικά ατελέσφορη, βλέπε επικίνδυνα αφελής. C’est la vie» λοιπόν το ότι άλλαξαν ριζικά οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και παρακάμπτονται όλα τα ζητήματα που τις ταλάνιζαν. C’est la vie που η Τουρκία επανεξοπλίζεται με νέα, 5ης γενιάς οπλικά συστήματα. C’est la vie που η Τουρκία επανακάμπτει ως senior partner των ΗΠΑ στην περιοχή. C’ est la vie που ο Ερντογάν έλαβε το okey να δηλώνει πως η Τουρκία διεκδικεί αυτό που της αναλογεί σε ενεργειακά ζητήματα στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Με λίγα λόγια ο πρόεδρος της Τουρκίας συμπεριφέρθηκε ωσάν να νομιμοποίησε μετά την έξοδό του από τον Λευκό Οίκο, το «σύνδρομο Κάσου» που αποτελεί πλέον νέο δεδομένο στην ελληνοτουρκική διπλωματική διάλεκτο.
Αν όντως όλα τα παραπάνω είναι της κατηγορίας «C’ est la vie», τότε κάποιος θα πρέπει να ψιθυρίσει στα αυτιά των αρμοδίων του Μαξίμου την ρήση του Πάπα Βονιφάτιου του 8ου πως αυτός που σιωπά μπροστά στον απειλητικό αντίπαλό του ….. συναινεί.