Η πιθανότητα παράλυσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ ενισχύθηκε μετά τη συνάντηση στον Λευκό Οίκο εχθές το βράδυ ανάμεσα στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και την ηγεσία των δύο κομμάτων, χωρίς να υπάρξει συμφωνία για παράταση της χρηματοδότησης.
Ο αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς δήλωσε ότι «οδεύουμε προς shutdown, επειδή οι Δημοκρατικοί δεν κάνουν το σωστό», επιρρίπτοντας την ευθύνη στην άλλη πλευρά. Από την πλευρά τους, οι Δημοκρατικοί Χακίμ Τζέφρις και Τσακ Σούμερ τόνισαν πως οι διαφορές παραμένουν «πολύ μεγάλες».
Ο Σούμερ, ωστόσο, σημείωσε ότι ο πρόεδρος «άκουσε για πρώτη φορά» τις ενστάσεις τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η συνάντηση είχε κάποια θετικά στοιχεία.
Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί αλληλοκατηγορούνται για το ποιος θα φέρει την ευθύνη, εάν από την Τετάρτη η κυβέρνηση αναγκαστεί να αναστείλει λειτουργίες.
Οι Ρεπουμπλικάνοι, που ελέγχουν τον Λευκό Οίκο και διαθέτουν οριακή πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, επιδιώκουν την ψήφιση ενός βραχυπρόθεσμου νομοσχεδίου (continuing resolution) που θα διατηρεί τη χρηματοδότηση στα τρέχοντα επίπεδα έως τα τέλη Νοεμβρίου.
Οι Δημοκρατικοί, αντίθετα, απαιτούν η προσωρινή συμφωνία να περιλαμβάνει κρίσιμες παρεμβάσεις, με κυριότερη την παράταση των ενισχυμένων φορολογικών ελαφρύνσεων του Obamacare που λήγουν στο τέλος του έτους.
Κλιμάκωση της αντιπαράθεσης
Οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τους Δημοκρατικούς ότι θέτουν όρους και εμποδίζουν μια «καθαρή» συμφωνία για να αποφευχθεί το κλείσιμο της κυβέρνησης. Ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία, Τζον Θουν, έκανε λόγο για «ομηρία» της διαδικασίας.
Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι έχουν αποκλειστεί πλήρως από τις διαπραγματεύσεις. «Το νομοσχέδιό τους δεν περιλαμβάνει ούτε ίχνος Δημοκρατικής συμβολής. Ποτέ δεν το κάναμε έτσι στο παρελθόν», αντέτεινε ο Σούμερ.
Προγενέστερες προσπάθειες να περάσουν δύο διαφορετικά βραχυπρόθεσμα νομοσχέδια απέτυχαν στη Γερουσία, όπου απαιτούνται 60 ψήφοι για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο. Οι Ρεπουμπλικάνοι διαθέτουν 53.
Με το χρονικό περιθώριο να στενεύει, η αδυναμία σύγκλισης ενδέχεται να οδηγήσει σε νέο επεισόδιο πολιτικής παράλυσης στις ΗΠΑ, με συνέπειες τόσο για την ομοσπονδιακή διοίκηση, όσο και για την οικονομία. Το πολιτικό παιχνίδι επίρριψης ευθυνών αναμένεται να ενταθεί, καθώς καμία πλευρά δεν θέλει να χρεωθεί το κόστος ενός shutdown.