Image default
Οικονομία

Πάτησαν… γκάζι ξανά οι τιμές στο ρεύμα


Αυξήσεις στο ρεύμα έρχονται ξανά τον Νοέμβριο, μετά τη μεγάλη άνοδο της χονδρεμπορικής τιμής κατά 52% σε δύο μήνες. 

Τον Αύγουστο η χονδρεμπορική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν στα 73,15 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όμως τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε στα 92,77 ευρώ και τον Οκτώβριο στα 111,47 ευρώ. Επειτα από δύο μήνες με διαδοχικές αυξήσεις 27% και 20%, η χονδρεμπορική τιμή βρίσκεται πλέον 52,5% πάνω σε σχέση με τα επίπεδα του καλοκαιριού, γεγονός που συνεπάγεται αυξήσεις στα πράσινα τιμολόγια – όπου παραμένει η μεγάλη πλειονότητα των καταναλωτών, ιδίως της ΔΕΗ.

Τον Οκτώβριο η ΔΕΗ είχε κρατήσει τα πράσινα οικιακά τιμολόγιά της αμετάβλητα (0,129 ευρώ ανά κιλοβατώρα), ενδεχομένως για να δώσει χρόνο στους πελάτες της να προσαρμοστούν στις δυσμενείς αλλαγές που έθεσε σε ισχύ από τον Αύγουστο, δηλαδή την κατάργηση των εκπτώσεων για όσους δεν εγγράφονται στο myDEH και δεν πληρώνουν τον λογαριασμό τους έως την ημερομηνία λήξης. Ωστόσο οι περισσότερες άλλες εταιρείες προχώρησαν σε αυξήσεις, χρεώνοντας την κιλοβατώρα από 0,147 ευρώ η πιο φτηνή (Ηρων) μέχρι 0,22 ευρώ η πιο ακριβή (Ζενίθ). 

Τα τιμολόγια μηνός Νοεμβρίου επρόκειτο να ανακοινωθούν το Σάββατο 1η Νοεμβρίου και δεν ήταν διαθέσιμα την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές. Σίγουρο πάντως είναι ότι λόγω της ανόδου της χονδρεμπορικής κατά 52% οι καταναλωτές θα υποχρεωθούν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. 

Τα ερωτήματα

Άξιο απορίας πάντως είναι το γιατί ανεβαίνει ξανά η χονδρεμπορική τιμή αυτή την περίοδο, συμπαρασύροντας τις τιμές λιανικής, αφού:

Οι ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου είναι γεμάτες και οι διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου είναι σχετικά ήπιες.

Τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο είχαμε λίγους ανέμους και αρκετές βροχές, με αποτέλεσμα να είναι μειωμένη η συνεισφορά των ΑΠΕ, όχι όμως κρύο για να αυξηθεί η ζήτηση. 

Για την ακρίβεια, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, τον Σεπτέμβριο μειώθηκαν με σχετικά αναλογικό τρόπο –16-18% σε σχέση με τον Αύγουστο– η συνολική ζήτηση και η συνολική παραγωγή ενέργειας στο σύστημα. Μοναδική αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στους δύο μήνες υπήρξε το γεγονός ότι τον Αύγουστο προήλθε από ΑΠΕ το 55,4% της εθνικής ηλεκτροπαραγωγής έναντι 36,8% της συμβολής του φυσικού αερίου, ενώ τον Σεπτέμβριο προήλθε από ΑΠΕ το 51,6% της εθνικής ηλεκτροπαραγωγής έναντι 40,1% της συμβολής των μονάδων φυσικού αερίου. 

Είναι δυνατό αυτό το +4% της διαφοράς στο φυσικό αέριο να αυξάνει τη χονδρεμπορική τιμή κατά 27% και να έχουμε τιμή πάνω από τα 100 ευρώ προτού αρχίσει ο χειμώνας; Κι όμως αυτό συμβαίνει σε μια αγορά κυριαρχούμενη από ένα ολιγοπώλιο τεσσάρων παραγωγών φυσικού αερίου που έχει τη δυνατότητα να ανεβάσει όπως και όποτε θέλει τη χονδρεμπορική τιμή και οι εταιρείες λιανικής υποχρεώνονται να αγοράζουν ρεύμα σε αυτή την τιμή μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. 

Υπάρχει άλλος τρόπος; Προφανώς υπάρχει: είναι τα διμερή μακροχρόνια συμβόλαια που υπάρχουν σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν προταθεί ως λύση κατ’ επανάληψη από την αντιπολίτευση και την ΕΒΙΚΕΝ, ενώ από το πρώτο εξάμηνο του 2025 συστήνονται ως υποχρεωτικά κι από την Κομισιόν.

«Στρεβλός ανταγωνισμός»

Αυτό αποκάλυψε τις τελευταίες μέρες σε βαρυσήμαντη παρέμβασή του ο καθηγητής Ενεργειακού Σχεδιασμού του ΕΜΠ και πρώην πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Ενεργειακού Σχεδιασμού Παντελής Κάπρος. Μιλώντας σε podcast του ΑΔΜΗΕ ο Π. Κάπρος εξέφρασε ειδικότερα τη θέση ότι ο ανταγωνισμός υπό την παρούσα δομή της αγοράς όπου οι προμηθευτές αγοράζουν ενέργεια από τη χονδρική –δηλαδή το Χρηματιστήριο Ενέργειας– είναι «στρεβλός και καταδικασμένος». «Χρειαζόμαστε μέτρα και θεσμικούς μηχανισμούς» είπε ο καθηγητής. Οι τιμές του ρεύματος μπορούν να μειωθούν «αν η χώρα αλλάξει τη δομή της αγοράς και υιοθετήσει τα μακροχρόνια διμερή συμβόλαια», που «σύμφωνα με την τελευταία ευρωπαϊκή οδηγία για τον ηλεκτρισμό τα κράτη-μέλη πρέπει να κάνουν υποχρεωτικά και να τα υποστηρίξουν. Η Ελλάδα αυτό δεν το έχει υιοθετήσει ακόμη» κατέληξε ο κ. Κάπρος. 

Δηλαδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει περάσει στην εθνική νομοθεσία την ευρωπαϊκή οδηγία και δεν έχει κάνει καμιά κίνηση για τα μακροχρόνια διμερή συμβόλαια γιατί θέλει να δουλεύει η αγορά όπως σήμερα, μέσω Χρηματιστηρίου, προς όφελος των λίγων και σε βάρος των πολλών.

Κανείς δεν έχει καταλάβει ακόμη γιατί τον Σεπτέμβριο 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, αιφνιδίασε τους πάντες διακηρύσσοντας ότι η Ελλάδα θα τεθεί παγκόσμιος πρωτοπόρος της πράσινης ενέργειας καταργώντας τη χρήση λιγνίτη από το 2028, ενώ η χώρα δεν είχε τέτοια δέσμευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είχε πλούσια αποθέματα λιγνίτη και ο ίδιος προεκλογικά έλεγε ότι θα στηρίξει τον λιγνίτη.

Για να αποκρούσουν όμως τις αντιδράσεις που οι ανακοινώσεις περί πρόωρης απολιγνιτοποίησης προκάλεσαν, ιδίως στη δυτική Μακεδονία, Κυρ. Μητσοτάκης και Κωστής Χατζηδάκης βάλθηκαν επί δύο χρόνια να μας πείσουν ότι η πράσινη ενέργεια έχει νόημα σε όρους τιμών. Ο λιγνίτης είναι βαρίδι γιατί είναι πανάκριβος, υποστήριζε ο Χατζηδάκης, χωρίς να αναφέρεται ποτέ σε νούμερα, ο ήλιος και ο αέρας είναι δωρεάν και παράγουν φτηνό ρεύμα, συμπλήρωνε ο Μητσοτάκης. 

Με την ίδρυση του Ταμείου Ανάκαμψης, η κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να κάνει «πράσινη ανάπτυξη» επιδοτώντας με τα κεφάλαιά του μια εκρηκτική ανάπτυξη των ΑΠΕ, δηλαδή την εγκατάσταση πλήθους νέων μικρών και φωτοβολταϊκών και αιολικών έργων σε όλη τη χώρα, με την υπόσχεση ακόμη τότε του «φτηνού ρεύματος», αποκρύπτοντας: 

Πρώτον, ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα έργα αυτά είχαν εγγυημένες τιμές, με αποτέλεσμα να ανεβάζουν αντί να ρίχνουν τις τιμές του ρεύματος. 

Δεύτερον, ότι πράσινη ανάπτυξη σήμαινε ότι σβήνουμε τις μεγάλες μονάδες του ελληνικού λιγνίτη για τον οποίο η ΔΕΗ πλήρωνε μόνο το κόστος εξόρυξης γιατί δεν είναι ευέλικτες και στη θέση τους βάζουμε τις μονάδες φυσικού αερίου που είναι ευέλικτες, αλλά καίνε εισαγόμενο καύσιμο που αγοράζουμε και του οποίου η τιμή καθορίζεται χρηματιστηριακά. 

Το 2020-2021, όταν γίνονταν αυτοί οι σχεδιασμοί, η τιμή του φυσικού αερίου λόγω πανδημίας ήταν κάτω από τα 20 ευρώ. Από το 2022 όμως, με τον πόλεμο της Ουκρανίας, το πάρτι κερδοσκοπίας που ξέσπασε στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο φυσικού αερίου και συνεχίστηκε στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας έστειλε τις τιμές του ρεύματος στα ύψη για τους Ελληνες καταναλωτές. 

Η παράταση

Τότε και για λίγους μήνες ο Κυρ. Μητσοτάκης, ακολουθώντας τις συστάσεις της Κομισιόν και τoυ επικεφαλής της Εθνικής Επιτροπής Ενεργειακού Σχεδιασμού καθηγητή Π. Κάπρου, ανακοίνωσε την παράταση της χρήσης λιγνίτη στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο 2022 όμως ήρθε στην Ελλάδα ως πρωθυπουργικός σύμβουλος ο Νίκος Τσάφος, με ειδίκευση στα θέματα φυσικού αερίου και LNG, υποτίθεται έχοντας το πράσινο φως της κυβέρνησης Μπάιντεν για να φτιάξει γέφυρες μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, κι ο πρωθυπουργός υπαναχώρησε.

Θεμέλιο της ενεργειακής πολιτικής της χώρας έγινε από τότε η υπερανάπτυξη των ΑΠΕ με ενδιάμεσο καύσιμο το φυσικό αέριο. Τα έτη 2022, 2023 και 2024 έγιναν τεράστιες νέες επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά ύψους 1,4 δισ., 1,6 δισ. και 2,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή 5,6 δισ. ευρώ συνολικά. Ετσι, η χώρα ξεπέρασε κατά πολύ όλους τους ευρωπαϊκούς στόχους εγκαθιστώντας 16.000 MW ΑΠΕ, τη στιγμή που η εγχώρια ζήτηση τις ώρες αιχμής φτάνει το πολύ έως τα 11.000 ΜW. Επιπλέον έργα ισχύος 15.000 MW εκκρεμούν κι έχουν λάβει από τον ΑΔΜΗΕ όρους σύνδεσης, ενώ κάθε μήνα υποβάλλονται νέες αιτήσεις για νέα ισχύ 1.000 ΜW τις οποίες η κυβέρνηση αποδέχεται.

Με δυο λόγια η Ελλάδα παράγει πολύ περισσότερη πράσινη ενέργεια από όση μπορεί να καταναλώσει, κάτι που κατά τον πρώην πρωθυπουργικό σύμβουλο και νυν υφυπουργό Ενέργειας Ν. Τσάφο είναι καλό γιατί μας καθιστά καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρικής ενέργειας. Στο εννεάμηνο του 2025 η Ελλάδα πραγματοποίησε εξαγωγές ενέργειας ύψους 150 εκατ. ευρώ με όφελος για το εμπορικό ισοζύγιο, ενώ επί ΣΥΡΙΖΑ έκανε εισαγωγές, είναι το επιχείρημα που προβάλλει τον τελευταίο καιρό ο Ν. Τσάφος – παραλείποντας εντέχνως να αναφερθεί στην επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου από τις εισαγωγές φυσικού αερίου, που θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο όταν το ρωσικό φυσικό αέριο αντικατασταθεί από το ακριβότερο αμερικανικό LNG. 

Στην πραγματικότητα η υπερπαραγωγή πράσινης ενέργειας έχει αρνητικές συνέπειες, που θα επιδεινωθούν περαιτέρω μέσα στα επόμενα χρόνια. 

Καταρχάς, επειδή το πλεόνασμα ηλιακής ενέργειας οδηγεί σε αρνητικές τιμές και αυξανόμενες περικοπές. Για να αποφευχθεί η λεγόμενη «πράσινη υπερθέρμανση» στο σύστημα, δηλαδή ο κίνδυνος μπλακ άουτ που προκύπτει σε ώρες υψηλής ηλιοφάνειας και χαμηλής ζήτησης, δίνεται πλέον εντολή στους παραγωγούς να αποσυνδέσουν τα έργα τους από το σύστημα. 

Ακριβές περικοπές

Οι περικοπές πράσινης ενέργειας ξεκίνησαν το 2023 και μεγαλώνουν όσο προστίθενται περισσότερα φωτοβολταϊκά. Το πρώτο εννεάμηνο του 2025 οι περικοπές έφτασαν στο 9,6% της συνολικής ηλιακής παραγωγής, αλλά χωρίς να κατανέμονται δίκαια σε όλους τους παραγωγούς. Σύμφωνα με πρόσφατες ερωτήσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, σε κάποιους, συνήθως μικρούς παραγωγούς και αγρότες, κόβεται έως και το 35% της ενέργειας που παράγουν και σε άλλους το 5%. 

Κατά τις προβλέψεις του Π. Κάπρου, έως το 2030 οι περικοπές αναμένεται να φτάσουν στο 30% της πράσινης ενέργειας, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να χάσουν το 50% των εσόδων τους, να έχουμε χρεοκοπίες και μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων. Κατά τον Στέλιο Λουμάκη, πρόεδρο του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά, η παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά αποτελεί πλέον μια «φούσκα», στον βαθμό που έχουμε ξεπεράσει κάθε όριο κατανάλωσης και οι πράσινες μεγαβατώρες είτε δεν αποζημιώνονται λόγω μηδενικών τιμών είτε περικόπτονται. 

Από αυτήν τη διαδικασία μόνο μία ομάδα θα βγει κερδισμένη, όπως έχει εξηγήσει ο Στ. Λουμάκης: οι τέσσερις μεγάλοι καθετοποιημένοι παραγωγοί που έχουν πρόσβαση στη λιανική, οπότε έχουν τη δυνατότητα για πρόσθετα έσοδα.

Το πλεόνασμα πράσινης ενέργειας οδηγεί όμως και σε υψηλές τιμές για τους καταναλωτές. Ενάντια στις υποσχέσεις της κυβέρνησης για φτηνή ενέργεια, η ηλιακή ενέργεια, επειδή παράγεται όλη μαζί τις μεσημεριανές ώρες, ξεπερνώντας κατά πολύ την εσωτερική ζήτηση, εξάγεται, με αποτέλεσμα από τις χαμηλές τιμές των ελληνικών ΑΠΕ να επωφελούνται οι καταναλωτές των γειτονικών χωρών. 

Μεγαλώνει η απόκλιση

Αντίθετα μέσα στη χώρα –και πλέον όχι μόνο αργά το απόγευμα αλλά και το μεσημέρι– μπαίνουν σε λειτουργία οι μονάδες φυσικού αερίου για να στηρίξουν το σύστημα και καλύπτουν τη ζήτηση με ακριβές τιμές. Με δυο λόγια, όσο πλημμυρίζει η χώρα με ΑΠΕ τόσο μεγαλώνει η απόκλιση προσφοράς – ζήτησης και τόσο αυξάνεται το κόστος εξισορρόπησης – της αγοράς δηλαδή όπου οι παραγωγοί έχουν εκ του νόμου τη δυνατότητα να ανεβάζουν τις τιμές έως και τα 3.600 ευρώ τη μεγαβατώρα. Τελικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση των τιμών.





ΠΗΓΗ

Related posts

ΑΑΔΕ: Ενσωμάτωση των ρυθμίσεων του Εξωδικαστικού Μηχανισμού στο myAADE

admin

Μαζικές κατασχέσεις της Εφορίας για ληξιπρόθεσμα χρέη

admin

Πιερρακάκης: Η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει την ολοκλήρωση της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων

admin

Αφήστε ένα σχόλιο