Image default
Οικονομία

Από… παραγωγή η Ελλάδα έχει μόνο «oικονομία του καφέ» – Η οικονομική κατρακύλα σε αριθμούς


Πριν από λίγες μέρες δημοσιεύτηκε από το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics (LSE) μια μελέτη που προκάλεσε ισχυρή αίσθηση και πολλές συζητήσεις. Τίτλος της: «Η “Οικονομία του Καφέ”. Διαρθρωτικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα την επαύριο της λιτότητας και των “μεταρρυθμίσεων”».

Η αφετηρία της μελέτης που υπογράφεται από τους Ελληνες αναλυτές Μιχάλη Νικηφόρο, Βλάσση Μισσό, Χρήστο Πιέρρο και Νικόλαο Ροδουσάκη αποτελεί μια κοινή διαπίστωση που κάνουν οι περισσότεροι που κυκλοφορούν στις μεγάλες πόλεις και στα τουριστικά μέρη και αφορά το πλήθος των μικρών καφέ που τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάστηκαν παντού σαν μανιτάρια. Η μελέτη αρχίζει ως εξής: «Ενα εντυπωσιακό και χαρακτηριστικό στοιχείο του ελληνικού αστικού και ημιαστικού τοπίου είναι ο τεράστιος αριθμός των καφέ. Από τις μεγάλες πόλεις μέχρι τις μικρές κωμοπόλεις, και από τις ήσυχες οικιστικές γειτονιές έως τις πολυσύχναστες τουριστικές περιοχές, τα καφέ είναι πανταχού παρόντα. Η Ελλάδα είχε πάντοτε πολλά καφέ –αποτέλεσμα του σημαντικού ρόλου που κατέχει ο καφές στην ελληνική κουλτούρα– ωστόσο δεν ήταν παρά μετά την κρίση, που ξεκίνησε στα τέλη του 2009, που ο αριθμός τους εκτοξεύτηκε».

Το αξιοσημείωτο που ενέχει ο πολλαπλασιασμός των μικρών καφέ στη χώρα μας, ώστε να δίνει το όνομά τους σε μια τεχνοκρατική μελέτη, είναι ότι αποτελούν το πλέον ορατό σημάδι ενός διαρθρωτικού μετασχηματισμού που συντελέστηκε στην ελληνική οικονομία τα τελευταία 15 χρόνια με μεταφορά της προς τον τομέα παροχής καταλυμάτων και υπηρεσιών εστίασης, όπως είναι η επίσημη ονομασία του τομέα που περιλαμβάνει καφέ, εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία και άλλες δραστηριότητες σχετιζόμενες με τον τουρισμό.

Ο διαρθρωτικός μετασχηματισμός συντελέστηκε δηλαδή με αφετηρία την κρίση χρέους του 2010 και με μοχλό τις συνταγές των μνημονίων ή αλλιώς τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» που επέβαλαν οι δανειστές στην Ελλάδα και αποδέχτηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι θα λειτουργούσαν ως «πικρό αλλά ευεργετικό φάρμακο» απελευθερώνοντας αναπτυξιακό δυναμικό αλλά τελικά λειτούργησαν ως «φαρμάκι» βυθίζοντας την ελληνική οικονομία στα τάρταρα.

Γιατί αυτό που τελικά αναδεικνύουν στα συμπεράσματά τους οι τέσσερις οικονομολόγοι συγγραφείς –όπως είχε κάνει και στην περσινή έκθεσή του για την Ελλάδα ο ΟΟΣΑ, αναφέροντας ότι έχει τη δεύτερη χαμηλότερη παραγωγικότητα μεταξύ των κρατών-μελών του η οποία βρίσκεται στο 60% του μέσου όρου έναντι του 80% προ κρίσης– είναι η πρωτοφανής καταβύθιση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα και οι αιτίες μέσα από τις οποίες αυτή προέκυψε: αφενός μέσα από την ακραία λιτότητα και τις «μεταρρυθμίσεις» της περιόδου 2010-13, που έριξαν κατακόρυφα ΑΕΠ και μισθούς, αφετέρου, μέσα από την παγίωση της παραγωγικότητας σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χάρη στην παρατεταμένη συμπίεση του εργατικού κόστους και τη στροφή της οικονομίας σε καταλύματα και εστίαση, που είναι έτσι κι αλλιώς κλάδοι χαμηλής παραγωγικότητας.

Οι ολέθριες μνημονιακές συνταγές

Στη μελέτη τους οι συγγραφείς υπενθυμίζουν τις τεράστιες αποκλίσεις ανάμεσα στις αισιόδοξες προβλέψεις των δανειστών και τα απογοητευτικά αποτελέσματα του πρώτου μνημονίου. Βάσει των στόχων του πρώτου μνημονίου η Ελλάδα υποτίθεται ότι θα μπορούσε να μηδενίσει το δημόσιο έλλειμμά της περικόπτοντάς το κατά δώδεκα ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ εύκολα και γρήγορα με μια ρηχή ύφεση. Από το 2012 η ελληνική οικονομία θα περνούσε ξανά στην ανάπτυξη γιατί οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα υιοθετούσε θα επέτρεπαν την καλύτερη κατανομή των πόρων με μεταφορά τους από τους μη εμπορεύσιμους τομείς της οικονομίας στους εμπορεύσιμους και την ενίσχυση της εξωτερικής της ανταγωνιστικότητας.

Σταδιακά φάνηκε ότι δεν ήταν έτσι, οπότε με το δεύτερο μνημόνιο, αρχές του 2012, η χώρα δεσμεύτηκε και σταδιακά εφάρμοσε εκατοντάδες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από τις διάφορες «εργαλειοθήκες» των διεθνών οργανισμών (π.χ. του ΟΟΣΑ), με στόχο μεταξύ αυτών την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας αλλά και τη μείωση των μισθών (για να γίνει εσωτερική υποτίμηση και για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της χώρας που λόγω του ευρώ δεν ήταν εφικτή με άλλον τρόπο), ευρείες αποκρατικοποιήσεις, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων κ.λπ. Δηλωμένος στόχος της «μεταρρυθμιστικής» ατζέντας των δανειστών ήταν η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας, όρος που δηλώνει πόσο «αποτελεσματικά» δουλεύει ένας εργαζόμενος, μια επιχείρηση ή ολόκληρη η οικονομία – αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη κάθε οικονομίας. Και για αυτό τον λόγο οι προβλέψεις των μνημονίων παρέμεναν αισιόδοξες διότι η λογική έλεγε ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς: με τόσες μεταρρυθμίσεις θα αυξανόταν η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Ολες αυτές οι αισιόδοξες προβλέψεις ωστόσο διαψεύστηκαν παταγωδώς. Η Ελλάδα κατρακύλησε σε βαριά ύφεση χάνοντας το 25% του ΑΕΠ σε μια τετραετία (2010-13) την οποία ακολούθησε τριετής στασιμότητα και μια περιορισμένη ανάπτυξη εμφανίστηκε μόλις το 2016. Λόγω της πρωτοφανούς ύφεσης, για να πραγματοποιηθεί η απαραίτητη μείωση του ελλείμματος η περικοπή των πραγματικών δημόσιων δαπανών στο διάστημα 2009-17 έφτασε το 30% και η αύξηση των φορολογικών εσόδων το 10%, εκ των οποίων το 6% προήλθε από έμμεσους φόρους. Παρ’ όλα αυτά επτά χρόνια μετά την έναρξη της ανάκαμψης το ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους παρέμενε ακόμη 20% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα.

Η κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ οδήγησε επίσης σε δραστική μείωση της απασχόλησης και των ωρών εργασίας. Αλλά από το 2016, παράλληλα με την ανάκαμψη, η απασχόληση άρχισε να αυξάνεται. Οι ώρες εργασίας αυξάνονταν όμως πολύ λιγότερο αφού είχαμε πια ελαστικές σχέσεις εργασίας και γενίκευση της ευέλικτης απασχόλησης.

Η κατάρρευση της παραγωγικότητας

Το γεγονός όμως ότι η απασχόληση μειώθηκε λιγότερο συγκριτικά με το ΑΕΠ και ανέκαμψε περισσότερο από αυτό είχε αποτέλεσμα από το 2015 η παραγωγικότητα της εργασίας να βρίσκεται πλέον 20% κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα και να παραμένει καθηλωμένη εκεί έως και σήμερα, παρά την όποια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας έχει επιτευχθεί.

Η κατάρρευση της παραγωγικότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης και η στασιμότητά της έκτοτε αποτελούν τη μεγαλύτερη αντίφαση της τελευταίας 15ετίας –δεν περιλαμβάνει μόνο τις μεταρρυθμίσεις των δανειστών αλλά και τη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ιδίως σε ό,τι αφορά την απορρύθμιση της εργασίας– τονίζουν οι ερευνητές, καθώς συνεπάγεται μια παρατεταμένη στασιμότητα για την ελληνική οικονομία.

Εστίαση και καταλύματα

Για να καταλάβουν πώς ακριβώς συνέβη αυτό οι ερευνητές του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE χρησιμοποίησαν τα στοιχεία των κλαδικών λογαριασμών για την ελληνική οικονομία της Eurostat. Βάσει αυτών διαπίστωσαν ότι στο διάστημα 2009-23 η πτώση της πραγματικής προστιθέμενης αξίας για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας έφτασε το -12,52%. Σε τρεις όμως κλάδους καταγράφηκε αύξησή της, ειδικότερα:

  • Στον κλάδο εστίασης – καταλυμάτων, όπου η πραγματική προστιθέμενη αξία αυξήθηκε κατά 10,93% και η αύξηση της συμβολής του κλάδου στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας έφτασε το 2,1%.
  • Στο real estate όπου αυξήθηκε κατά 24,08%.
  • Στις λοιπές δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών όπου αυξήθηκε κατά 1,96%.
  • Αντιθέτως σε όλους τους κλάδους καταγράφηκε από μέτρια υποχώρηση ως εκκωφαντική πτώση.
  • Η μικρότερη πτώση καταγράφηκε στη βιομηχανία φτάνοντας -7,02%.
  • Σε κλάδους όπως οι κατασκευές, τα ορυχεία-λατομεία, οι υπηρεσίες μεταφορών και αποθήκευσης, το χονδρικό-λιανικό εμπόριο και οι επισκευές μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών υπήρξε καταβαράθρωση της πραγματικής προστιθέμενης αξίας κατά 51,58%, 50,66%, 42,75% και 30,77%.

Ακόμη περισσότερο από την πραγματική προστιθέμενη αξία προς όφελος του κλάδου καταλυμάτων και εστίασης, μεταβλήθηκε ωστόσο η απασχόληση. Ειδικότερα, από το 2009 ως το 2023 ο αριθμός των εργαζομένων σε εστίαση και καταλύματα αυξήθηκε κατά 86,96% (και κατά 69,47% οι ώρες εργασίας). Μάλιστα από τις 740.000 θέσεις εργασίας που δημιούργησε η ελληνική οικονομία από το 2013 –έτος κατά το οποίο έπιασε ταβάνι η ανεργία– και μετά οι 320.000 ή το 43% του συνόλου αφορούσαν εστίαση και καταλύματα. Η συμμετοχή του κλάδου στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε κατά 6,1%, περισσότερο από κάθε άλλου.

Βύθιση παραγωγικότητας και πραγματικών μισθών

Και το χειρότερο: καθ’ όλη αυτή την περίοδο κατά την οποία η εστίαση και τα καταλύματα –κλάδος έτσι κι αλλιώς χαμηλής παραγωγικότητας– αύξαναν την καθαρή προστιθέμενη αξία τους και τους εργαζομένους τους, η παραγωγικότητά τους κατέρρεε. Ειδικότερα, ενώ κατά την περίοδο 2009-2023 η παραγωγικότητα της εργασίας στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκε κατά 16,13%, σε εστίαση – καταλύματα η μείωση έφτασε το 40,67%, οι δε πραγματικοί μισθοί των εργαζομένων, ενώ κατά την ίδια περίοδο στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας μειώνονταν μεσοσταθμικά κατά 25,67%, σε εστίαση – καταλύματα καταβαραθρώνονταν με πτώση 58,62%, τη μεγαλύτερη που κατέγραψαν τα στοιχεία συγκριτικά με κάθε άλλου κλάδου. 

Τι μας λένε όλα αυτά, καταλήγουν οι συγγραφείς; Οτι κατά πλήρη διάψευση των υποσχέσεων των δανειστών και της ΝΔ που εφαρμόζει την ίδια πολιτική, οι «μεταρρυθμίσεις», ιδίως στην εργασία, έχουν μειώσει αντί να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας καθώς έχουν κατευθύνει πόρους και πλεονάζουσα εργασία σε καταλύματα και εστίαση που παραδοσιακά είναι κλάδος χαμηλής παραγωγικότητας. 

Οι μοχλοί μέσω των οποίων έγινε αυτό ήταν η μεγάλη λιτότητα που οδήγησε σε κατάρρευση της ζήτησης και της παραγωγής, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας εξαιτίας των «μεταρρυθμίσεων» στην αγορά εργασίας. Η κατάληξη είναι η Ελλάδα να έχει μπει σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο πτωτικό σπιράλ κι αυτό αν μη τι άλλο φαίνεται από το γεγονός ότι μείωση της παραγωγικότητας και μάλιστα σημαντική υπάρχει σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Βεβαίως, αναγνωρίζουν οι συγγραφείς, ο διαρθρωτικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς τον τομέα καταλυμάτων και εστίασης –δηλαδή προς τον τουρισμό– που συντελέστηκε τα τελευταία 15 χρόνια είναι εν μέρει εύλογος.

Μείζον πρόβλημα η εξάρτηση από τον υπερτουρισμό

Ο τουρισμός έχει βραχυπρόθεσμα οφέλη για την Ελλάδα αφού παράγει θέσεις εργασίας και φέρνει συνάλλαγμα, βοηθώντας στον περιορισμό του εξωτερικού ελλείμματος της χώρας. Ομως η όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό αποτελεί μείζον πρόβλημα. Είναι πρόβλημα γιατί όχι μόνο δημιουργεί πολύ χειροπιαστά προβλήματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μη προσιτής στέγης για τα εγχώρια νοικοκυριά λόγω των βραχυχρόνιων μισθώσεων αλλά και ως τομέας χαμηλής παραγωγικότητας δεν μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.  Η «οικονομία του καφέ» ή η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού εγγυάται μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα και στάσιμους χαμηλούς μισθούς. Για να «ξεκολλήσει» η ελληνική οικονομία από τον πάτο, καταλήγει η μελέτη, απαιτείται η στρατηγική προώθηση τομέων υψηλής παραγωγικότητας. Είναι δυνατό όμως να κερδηθεί πλέον αυτό το στοίχημα αφού η κυβέρνηση επέλεξε να επιδοτήσει με τους αναπτυξιακούς της νόμους επί έξι χρόνια τη δημιουργία υπερπολυτελών ξενοδοχείων και με το Ταμείο Ανάκαμψης τις αγορές εισαγόμενου ενεργειακού εξοπλισμού;





ΠΗΓΗ

Related posts

Συντάξεις Δεκεμβρίου 2025: Πότε θα γίνουν οι πληρωμές

admin

Κι όμως, η ΕΕ δεν «βλέπει» στεγαστική κρίση στην Ελλάδα!

admin

8 στους 10 Έλληνες επενδύουν με βεβαιότητα και όχι ρίσκο

admin

Αφήστε ένα σχόλιο