Τι αναφέρει σε νέα έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα. Πόσοι υπολογίζονται οι πάσχοντες στη χώρα μας.
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στη χώρα μας πάσχουν από ηπατίτιδα Β ή C, αλλά παραμένουν αδιάγνωστοι, με ό,τι συνέπειες μπορεί αυτό μακροπρόθεσμα να έχει για την υγεία τους.
Μόλις ο ένας στους τρεις πάσχοντες από ηπατίτιδα Β και ο ένας στους δέκα με ηπατίτιδα C έχουν διαγνωσθεί, αποκαλύπτει νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου & Προλήψεως των Ασθενειών (ECDC). Ωστόσο η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία έχει ζωτική σημασία για να αποτραπεί η περαιτέρω διασπορά των υπαίτιων ιών, αλλά και να διαφυλαχθεί η υγεία, προσθέτει.
Οι ηπατίτιδες Β και C προσβάλλουν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Και οι δύο μαζί αποτελούν την πιο συχνή αιτία:
- Κίρρωσης του ήπατος
- Καρκίνου του ήπατος
- Θανάτου σχετιζομένου με ιογενή ηπατίτιδα
Στην πραγματικότητα, 304 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο εκτιμάται ότι ζει με την μία ή την άλλη μορφή ηπατίτιδας. Επιπλέον, 1,3 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι χάνουν ετησίως τη ζωή τους εξαιτίας τους.
Στην Ευρώπη και την Ελλάδα
Στην Ευρώπη, το ECDC υπολογίζει ότι οι δύο τύποι ηπατίτιδας προσβάλλουν συνολικώς πάνω από 5 εκατομμύρια ανθρώπους. Με τον ιό HBV της ηπατίτιδας Β ζουν τουλάχιστον 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι. Αντίστοιχα, με τον ιό HCV της ηπατίτιδας C ζουν τουλάχιστον 1,8 εκατομμύρια.
Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται τουλάχιστον 200.000 ασθενείς στην Ελλάδα, οι οποίοι έχουν ηπατίτιδα Β, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Παρατηρητήριο Υγείας του ΠΟΥ. Άλλες 46.000 εκτιμάται ότι έχουν ηπατίτιδα C.
Από τους Έλληνες ασθενείς, μόλις το 33% έχουν διαγνωσθεί με τον ιό HBV της ηπατίτιδας Β. Το αντίστοιχο ποσοστό σε όσους φέρουν τον ιό HCV είναι μόνο 11%.
Από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που αναφέρουν διαγνώσεις των ηπατίτιδων, το υψηλότερο ποσοστό στην Β έχουν η Ιρλανδία και η Ολλανδία (φθάνει στο 57% των ασθενών). Αντίστοιχα στην ηπατίτιδα C, το υψηλότερο ποσοστό διαγνώσεων έχει η Μάλτα (100%).
Γιατί γίνεται υποδιάγνωση
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το ECDC τονίζει ότι το ποσοστό των διαγνώσεων είναι χαμηλό. Κύρια αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες έχουν εντάξει στην εθνική πολιτική τους μόνον τον έλεγχο για τον ιό HIV/AIDS. Οι ηπατίτιδες και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα έχουν ενσωματωθεί μόνο στις 17 από τις 30 που καλύπτει η ΕΕ και ο Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος (ΕΕ/ΕΟΧΙ). Η Ελλάδα δεν ανήκει σε αυτές τις 17.
Δίχως εκτενείς ελέγχους, όμως, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ευρέως μέτρα προφύλαξης, όπως η χρήση προφυλακτικών, η συμβουλευτική και ο εμβολιασμός εναντίον της ηπατίτιδας Β, προσθέτει το ECDC.
Το ECDC συνιστά να προσφέρεται προληπτικός έλεγχος σε ομάδες του πληθυσμού με υψηλό κίνδυνο μολύνσεως. Σε αυτές ανήκουν, μεταξύ άλλων, οι άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες, οι χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών, οι μετανάστες και οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία του σεξ. Επιπλέον, τα διεμφυλικά άτομα, καθώς και οι φυλακισμένοι. Ωστόσο η εφαρμογή αυτής της σύστασης παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση από χώρα σε χώρα.
Φωτογραφία: iStock

